Αγαπημένε μου Πραστέ
Βυζαντινό στολίδι
Όταν σε πρωτογνώρισα
Ήσουν κεφαλοχώρι
Ήσουν ψηλός ήσουν γερός
Ήσουν στητός κ’ ολόρθος
Οι κάτοικοί σου ήσαν πολλοί
Οι νέοι πλειοψηφία
Τα γύρω σταροχώραφα
Σπαρμένα απ’ άκρη σ’ άκρη
Μα και τα γύρω σου βουνά
Γεμάτα με κοπάδια
Άκουγα γύρω μου φωνές
Κοπάδια και τροκάνια
Πλημμύρα γιδοπρόβατα
Με τ’ αρνοκάτσικά τους
Μα και στα πανηγύρια σου
Ολονυκτίς το γλέντι
Είχες αγράμματους σοφούς
Σοφία των αγραμμάτων
Είχες σχολείο είχες παππά
Είχες παιδιά δασκάλους
Είχες και άντρες δυνατούς
Με σιδερένια χέρια
Που πάλευαν ολημερίς
Μ´αστείρευτο κουράγιο
Χαιρόμουν το φθινόπωρο
Να βλέπω τους ζευγάδες
Την γη σου να οργώνουνε
Να σπέρνουν τον τσιγκριά σου
Και το κατακαλόκαιρο
Στ’ αλώνια να αλωνίζουν
Τα στάρια σου να κουβαλούν
Τα σπίτια τα σπίτια να γεμίζουν
Χαιρόμουνα μικρό παιδί
Τη σβάρνα για παιχνίδι
Μα και τ’ αλέτρι να κρατώ
Σαν μάθαινα να οργώνω.
Η συντροφιά του γέροντα
Ήταν πανεπιστήμιο
Χαιρόμουνα όταν άκουγα
Τα λόγια τα σοφά του
Και έπαιρνα μαθήματα
Σαν να ’τανε σχολείο
Χαιρόμουν τα Τσακώνικα
Που όλοι τα μιλούσαν
Και έγινε η Τσακώνικη
Η μητρική μου γλώσσα.
Χαιρόμουνα την μάνα μου
Στον αργαλειό να βλέπω
Να υφαίνει τα σαγίσματα
Κουβέρτες κουρελούδες
Κι όταν το νήμα έγνεθε
Με ρόκα και αδράχτι
Χαιρόμουνα την άνοιξη
Θάλασσες τα σιτάρια
Τα στάχυα να ανεμίζουνε
Στο φύσημα του αέρα
Χαιρόμουνα αργότερα
Το ζυμωτό ψωμί μας
Που το ’ψηναν νοικοκυρές
Στους φούρνους της αυλής τους
Και έβγαινε από μέσα τους
Μια μυρωδιά ουράνια
Αγαπημένε μου Πραστέ
Της θύμησής μου άστρο
Σήμερα όταν έρχομαι
Κοντά σου ν’ αναπνεύσω
Δεν νοιώθω όπως στα παλιά
Χαρά και περηφάνια
Νοιώθω μιά θλίψη ατέλειωτη
Παράπονο και πόνο
Που μου τα φέρνει η ερημιά
Κ’ η απουσία ανθρώπων
Και που δεν έχεις μόνιμο
Ούτε ένα Τσακωνά σου
Κατακαϋμένε μου Πραστέ
Σ’ έκαψε ο Μπραΐμης
Μα η φωτιά που βάλαμε
Οι τωρινοί «δικοί» σου
Είναι πιό καταστροφική
Κι απ’ τη φωτιά του Τούρκου.
Εύχομαι να ’ρθει μια γενιά
Που στους παλιούς να μοιάζει
Και όλα τα σοκάκια σου
Κόσμος να τα βουλιάζει
Και τότε όταν θά ’μαι εγώ
Στου Άδη το κατώγι
Θα κάνω μιά προσπάθεια
Να ζήσω ένα αγώγι
Μια άδεια από τον Χάροντα
Θα πάω να ζητήσω
Που να ’ναι μονοήμερη
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΝΑ ΣΕ ΖΗΣΩ.
Νικόλαος Η. Σκαντζός