«Μολόγατα Ηπειρώτη»·

«Μολόγατα Ηπειρώτη»· ένας κοντακιανός ανθρωπάκος ―μάλλον με… χαμηλωμένο μουστάκι (αν θυμάμαι καλά), έξυπνο βλέμμα και λίγο περισσότερη φαλάκρα από την κανονική― ήταν ο εκδότης της βραχύβιας μηνιαίας έκδοσης, η οποία, όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα να καταχωρείται κάπου· ρώτησα Ηπειρώτες συναδέλφους, ανθρώπους της αγοράς και από τους τέσσερις νομούς της περιφέρειας Ηπείρου, «εις μάτην»· ο συμπαθής ανθρωπάκος, για τον οποίο έκανα μαύρα μάτια να τον δω στο μικρό εκδοτικό Τυπογραφείο (Γερανίου 14 – Αθήνα), παραμένει και σήμερα άγνωστος.

Δεν θυμάμαι ούτε τ’ όνομά του, ούτε το επίθετό του, παρά δύο άλλα πράγματα σημαντικά για το «μάθημα» εκείνης της ημέρας, που μάλλον επισκίασαν την ούτως ή άλλως ασθενική μου μνήμη περισσότερο, ίσως, γιατί εκείνο τον λίγο καιρό που… «συνεργαστήκαμε» τον ανέφερα πάντα με το «παρατσούκλι» του, τον τίτλο, δηλαδή, της εφημερίδας του. Ο Λούλης (Κανελλάκης) μύστης της τυπογραφίας και πρώτος δάσκαλός μου στη λινοτυπία και το «μάρμαρο», όταν ήθελε να… διερευνήσει πώς πάω με το μαγαζί, δεν με ρωτούσε γι’ αυτόν με τ’ όνομά του (ούτε εκείνος το γνώριζε), παρά με το «παρατσούκλι» του: «Τι έκανες με τον ‘‘Μολόγατα’’; Ήρθε;»
Κάποτε δέησε να έρθει· βλέπετε ήτο ο εκδότης ακριβοθώρητος και η μη παρουσία του (ακόμη) στο τυπογραφείο είχε δυο σημαντικές για μένα παραμέτρους, ζωτικής σημασίας θα έλεγε κάποιος, εάν γνώριζε πως είχα καταγίνει πια στη δουλειά ―βρισκόμουν ήδη στον δεύτερο χρόνο εκπαίδευσης, ήμουν δεν ήμουν δεκαοκτώ χρονών― και από τη μια φοβόμουν το «φέσι» που κινδύνευα να… καταπιώ, από την άλλη, κι αν αυτό ακόμα το ξεπερνούσα ―απ’ τις πολλές φορές το είχα συνηθίσει(!)―, με πίεζε η «κατάληψη» του μετάλλου το οποίο είχα περιορισμένο και έπρεπε να τυπώσω τις μια δυο εφημερίδες που βρίσκονταν στην παραγωγή, για να διαλύσω τα στοιχεία των τίτλων στις «κάσσες», ν’ …απελευθερώσω το μέταλλο για να το χρησιμοποιήσω εκ νέου, ρίχνοντάς το λίγο λίγο στο καζάνι της λινοτυπικής, για την επόμενη εφημερίδα.
Ο καλός μου, όμως, αργούσε να έρθει ―πέρασε σχεδόν ένας μήνας, το μέταλλο πάνω στο μάρμαρο στήλες στήλες βγαλμένο αράδα αράδα με… αίμα από τη λινοτυπία― και διαολιζόμουν!
Ο διευθυντής του, ένας ηθοποιός άεργος, που σε μια δυο παλιές ελληνικές ταινίες τον είχα δει να παριστάνει τον κακό, εμφανιζόταν πού και πού για να μου φέρει ύλη, ταυτόχρονα και να με καθησυχάσει, γιατί κι εκείνος την ίδια μ’ εμένα αγωνία είχε, μάλλον δεν είχε πληρωθεί ή πληρωνόταν με δόσεις, και ήλπιζε πως η εμφάνιση του κυρίου εκδότη στο τυπογραφείο, θα σήμαινε, φανταζόμουν, και δική του ανάσταση!
Όπως σκυθρωπό τον είχα δει στις ταινίες τον ηθοποιό ―σε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση «προικιό» του γαμβρού μου προς την αδερφή μου, όταν εκείνος έπαιρνε μετάθεση για τα σύνορα― κακό και μπαγάσα, έτσι τον έβλεπα και στο τυπογραφείο! Μου είπε ότι έπαιρνε 5.000 δραχμές για την επιμέλεια των κειμένων, 5.000 δραχμές θα έπαιρνα κι εγώ για την έκδοση. 6.000 έπαιρνα για τις τετρασέλιδες 50Χ70 εφημερίδες (για να με κυνηγάνε όλοι οι τυπογράφοι της Γερανίου μαζί που τους χάλαγα τις τιμές: «ρε παιδάκι μου, εσύ είσαι μόνος, δεν έχεις οικογένεια, εμείς έχουμε προσωπικό, τι είναι αυτά που κάνεις; 12.000 δραχμές παίρνουμε για τα τετρασέλιδα»), αλλά για τον «Μολόγατα» είχα κάνει ειδική τιμή, 5.000 χιλιάδες! Άλλωστε, ούτε συμφωνητικά υπογράφαμε, ούτε διευθύνσεις του πελάτη είχαμε, αλλά και τηλέφωνα δεν είχαν όλα τα μαγαζιά, ούτε οι πελάτες, δηλαδή οι… αλεξιπτωτιστές εκδότες, όχι οι επαγγελματίες-νοικοκύρηδες, αλλά σε μένα ―αμούστακο παιδί στη ζωή και την τέχνη― όλο τέτοιοι ερχόντουσαν· αλεξιπτωτιστές!
Η παρουσία του εκδότη για μένα ήταν απαραίτητη στη σελιδοποίηση· έπρεπε να «κλείσω» σελίδες, να προωθήσω την εφημερίδα στο πιεστήριο για εκτύπωση, το μέταλλό μου δεσμευμένο για τρεις τέσσερις εβδομάδες, ο ηθοποιός δεν έδειχνε… όρεξη να συνεργαστεί, καθώς θα ήταν κι εκείνος απλήρωτος, απελπισία! Είχα ήδη παραβιάσει μία αρχή που από την πρώτη ημέρα της ιδιοκτησίας μου μού επισήμανε ο Λούλης: «θα παίρνεις προκαταβολή» και «να προσέξεις μην σου εμφανιστεί ο Μπάμπης, θα σε φορτώσει ύλη, θα του φτιάξεις την εφημερίδα κι ύστερα θα φύγει, θα τον ψάχνεις για τα λεφτά!»
Ο Μπάμπης ήταν ο γνωστός Πρόεδρος του Ανθρωπιστικού Κόμματος ή και της Ειρηνικής Δημοκρατίας, ή κάτι τέτοιο, που εξέδιδε την εφημερίδα «Ειρήνη»· μια κάποια ημέρα από κείνες «ξεδήλησε» και το… όνειρο Μπάμπης· μια «οχλαγοή», ένας αόρατος θίασος, φωνές, γέλια, «λόγο, λόγο, ανέβα επάνω αρχηγέ(!), στις 18 θα ’χουμε Μπαμπισμό(!)» μας έκανε όλους να σταματήσουμε τις μηχανές.
Μια δεκαπενταριά τυπογράφοι (στοιχειοθέτες, λινοτύπες, πιεστές) επευφημούσαν τον Πρόεδρο κι εκείνος μπροστά υπερήφανος, με κουστούμι και λουλούδι στο πέτο και από τη Σοφοκλέους, όπου ξεκινάει η Γερανίου, έως την παράλληλή της, την Αναξαγόρα, το «μπουλούκι» μεγάλωνε κι εγώ για πρώτη φορά, μέρα μεσημέρι, δηλαδή, συμμετείχα σε προεκλογική συγκέντρωση! Ευτυχώς, χωρίς νεράντζια, γιατί ο Μπάμπης, στις εκλογές του ’77, επιχείρησε να μιλήσει στην Κάνιγγος (πριν φθάσει στην Ιπποκράτους, όπου και η κεντρική πολιτική ομιλία), πάνω από τα Φροντιστήρια του Στρατηγάκη, και κάτω, δίπλα από τις στάσεις των λεωφορείων υπήρχαν τα μανάβικα, τα οποία ξεπούλησαν στο… λεπτό(!), αφού τα λογής λογής ζαρζαβατικά εκσφενδονίστηκαν από τους φοιτητές, ακόμη και από περαστικούς της στιγμής που ερχόντουσαν στις στάσεις, «κατατροπώνοντας» τον αρχηγό, ο οποίος ανέβηκε …επίπεδο, στον πιο πάνω όροφο των φροντιστηρίων και από το μισόκλειστο ξύλινο παντζούρι φώναζε «σταματήστε, ρε μαλάκες!» για ν’ αντιφωνήσει το… συνεπαρμένο πλήθος των πολιτών(!): «Έβγα έξω, αρχηγέ, έβγα έξω, αρχηγέ!».
Θα ήταν ―πιστεύω― Σεπτέμβριος του 1981 και ο αέρας της Αλλαγής φυσούσε δυνατά στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, αλλά και στους μικρούς δρόμους, όπως η Γερανίου με τα δεκάδες τυπογραφεία στα υπόγεια, ισόγεια και σ’ όλους τους ορόφους των κτηρίων της!
Εντάξει, από τον Μπάμπη γλίτωσα, γιατί, όπως προανέφερα, τον είχα δει στην Κάνιγγος το ’77 (μαθητής στην Α’ Λυκείου)· με επισκέφθηκε, μου «υποσχέθηκε» ότι θα γίνει πελάτης κι εφεξής η εφημερίδα τού κόμματός του «Ειρήνη» θα τυπώνεται σε μένα· επιφυλάχθηκα, δεν του είπα ούτε «ναι», ούτε «όχι», μα ο Μπάμπης τα τυπογραφεία τα είχε όλα δικά του, είχε φανς φίλων στη Γερανίου(!) όλοι οι τυπογράφοι δικοί του(!), τον «Μολόγατα» όμως, δεν τον ήξερα, δεν μπορούσα να τον γνωρίζω, καθώς δεν εμφανιζόταν κιόλας, δεν είχα συμφωνήσει τίποτε μαζί του, παρά με τον εντεταλμένο του.
Μου έμπαιναν, βέβαια, «κάτι ψύλλοι στ’ αυτιά» ότι ο ηθοποιός είχε φάει τα λεφτά του εκδότη και μας κορόιδευε και τους δύο (το γκαρσονιλίκι από τα 14 και κάτι, με είχε κάνει λίαν καχύποπτο), αλλά πλην της αναμονής δεν μου έμενε και τίποτε καλύτερο να κάνω.
Και ξάφνου κάποιο απομεσήμερο, εμφανίστηκε ο εκδότης, με παλτό και με κούκο, ο καιρός θα είχε… πιάσει Χριστούγεννα, θα είχαν γίνει και οι εκλογές, οι θριαμβευτικές, του ’81! Μ’ αργές κινήσεις μπήκε στο τυπογραφείο, έβγαλε το καπέλο του, το κρέμασε σ’ ένα καρφί στο δοκάρι του ισογείου, στη συνέχεια κρέμασε το παλτό, αφού ξεκρέμασε τον κούκο και τον κράτησε στα χέρια διπλωμένο (είχε και λίγο από δέρμα πρόσεξα το φεσάκι του) και με δαύτον χάιδευε τις παλάμες του τις μικρές.
Προσπάθησα να συστηθώ και αμέσως τον ρώτησα διάφορες «εξυπνάδες», ώστε να διακριβώσω ―εγώ ο …ατσίδας!― περί του πνευματικού διαμετρήματος του εκδότη, ο οποίος, μάλιστα, διέθετε και διευθυντή σύνταξης, τον άεργο ηθοποιό!
«Α· μπα», μου λέει, «εγώ είμαι ταπετσέρης». Ταπετσέρης; Σαν ν’ άκουγα για πρώτη φορά τη λέξη, αλλά μου διευκρίνισε ο άνθρωπος, «ταπετσέρης σαλονιών», που μόλις ξέκλεψε λίγο χρόνο, ύστερα από 40 ημέρες, να περάσει και από το τυπογραφείο, να δει τι γίνεται με την εφημερίδα!
Νεαρός Κνίτης, ήθελα να δω τις αντιδράσεις του, τ’ αντανακλαστικά τού πελάτη, τον οποίο ήθελα, ει δυνατόν, να είναι και κομμουνιστής! Πώς να εργάζομαι για δεξιούς καπιταλιστές ή έστω σοσιαλιστές, τύπου Ανδρέα Παπανδρέου!
Νόμισα εδώ, πως ένας αυτοαπασχολούμενος, σαν τον «Μολόγατα», δεν μπορεί παρά να είναι «προοδευτικός», δηλαδή κομμουνιστής και φυσικά όχι αναθεωρητής του ΚΚΕ Εσωτερικού, γιατί απέναντί μου ήταν το κτήριο της «Ημερήσιας» του Μοθωνιού, εκεί και τα τυπογραφεία της εφημερίδας «Αυγή» και ο καφετζής της, που μου έφερνε πού και πού κανένα σάντουιτς ―ήταν και μεγαλύτερός μου 5-6-8 χρόνια― μου έριχνε και κανένα «το κόμμα σας είναι σοσιαλφασιστικό» και με διαόλιζε ο μπαγάσας!
Ο «Μολόγατας» στις πιεστικές μου ερωτήσεις, ανόρεχτα και με περιστροφές μού αποκάλυψε πως κι εκείνος κάποτε ήταν προοδευτικός, με τον Γέρο! Την Ένωση Κέντρου, δηλαδή, αλλά μετά τα Ιουλιανά και την Αποστασία, ούτε ξάνα κοίταξε προς τ’ αριστερά! Ήταν ολοφάνερο πως ήταν με το… λαϊκό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας! Δεν μου το είπε, άλλωστε ο αέρας της αλλαγής… κατέλυε κάθε θάρρος γι’ αντίθετη άποψη, αλλά τον έβλεπες πως με πίκρα αναφερόταν στα Ιουλιανά και την Αποστασία, κάτι είχε σπάσει μέσα του, σαν να είχε κάτι χάσει! Γιατί για την Αριστερά, στην οποία συμπεριλαμβανόταν τότε πρωτίστως το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ούτε συζήτηση!
«Ζάρωσα» εκεί στην άκρη του τυπογραφείου μου, με στεναχώρησε που δεν έριξε καν ματιά στο «Ριζοσπάστη» μου, απλωμένον, όπως πάντα, πάνω στο τσίγκινο γραφειάκι απ’ τη μεριά του εξωφύλλου για να φαίνεται, ούτε καν θυμάμαι αν τυπώσαμε την εφημερίδα του ή μου έμεινε έτσι «αμανάτι» πάνω στο «μάρμαρο» και μόνο το μελαγχολικό του πρόσωπο μου έχει μείνει, για την Αποστασία και για την εδραιωμένη του αντίληψη ότι κι εκείνος είχε χάσει κάτι, είχε πιστέψει σε μια ιδέα που την πρόδωσαν (μακράν βέβαια της δικής μου της τόσο καθαρής και αλώβητης!) κι έκτοτε δεν περπάτησε βήμα προς τ’ Αριστερά, αλλά καθηλώθηκε στο λαϊκό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, που ήδη συνεργαζότανε με τους Αποστάτες (Μητσοτάκη κ.ά.).
Δεν ξέρω πώς μου ήρθαν όλα αυτά, αλλά μέρες τώρα προσπαθώ να δω πώς αισθάνονται οι άνθρωποι της ηλικίας μου, όλοι εκείνοι που αποτέλεσαν το ρεύμα της Αλλαγής, του 60% και βάλε! Εάν πράγματι νοιώθουν σαν τον «Μολόγατα»· μα εκείνος «θρηνούσε» όταν η Κεντροαριστερά ήταν κυρίαρχη, πρωτοστατούσε!
― Το παραξήλωσα, όμως, Παναγιώτα, ήθελα μόνο λίγη πίκρα να ξεκουβαλήσω και να σου πω ότι νοιώθω σαν τον άνθρωπο που κάποτε, περίπου, ειρωνεύτηκα!
Δ.Μ.

Σχετικές δημοσιεύσεις