ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Ήταν αρχές μιάς άνοιξης, που μ’ έφερες εδώ,
μέρες καλές ευτύχησα, καλό χωριό να δω.

Δεν μου ’λειψε ούτε στοργή, ούτε και κάτι άλλο
κι η γειτονιά μ’ αγάπησε, γι’ αυτό δεν αμφιβάλω.

Και γω κοντά στον άνθρωπο, σαν φύλακας πιστός,
έκανα το καθήκον μου και ήμουνα σωστός.

Δεν ζήμιωσα κανένανε, για όλους ενοιαζόμουν,
μην μπουν τσακάλια στο χωριό, μόνο λαγοκοιμόμουν’.

Κι ενώ περνούσα όμορφα και τα χαιρόμουν όλα,
κάποιος χωρίς συνείδηση, μου έριξε μια φόλα.

Την έφαγα ο άδολος, πίστευα στους ανθρώπους,
δεν φανταζόμουνα ποτέ, άνανδρους τέτοιους τρόπους.

Με θέρισε η άτιμη, μου ’λιωσε τα εντός μου,
παραλυθήκαν’ όλα μου, χανότανε το φως μου.

Εσκέφτηκα προς σε να ’ρθώ, κάτι για να μου δώσεις,
απ’ το φριχτό μαρτύριο, το δόλιο να με σώσεις.

Μα πριν προλάβω κάνα δυό, βηματισμούς να κάμω,
από το δηλητήριο, σφαδάζω, πέφτω χάμω.

Κρύος ιδρώτας έλουσε, ολόκληρο το σώμα,
αίμα απ’ το στόμα έβγαλα, που έβαψε το χώμα.

Πρόλαβα μόνο ένα αφ, αφεντικό να κάνω,
για να σας πω ευχαριστώ, για όλα πριν πεθάνω.

Δεν θά ’σβηνα καταμεσής στο δρόμο μεσημέρι,
αν το ’ξερες θα μέγειανε, το μαγικό σου χέρι.

Κι η θειά Δημήτρω πέρασε και νόμισε κοιμάμαι,
έλα Ασήκη μου εδώ, στο σπίτι για να πάμε.

Μου λέει, μα, σηκώνονται, ποτέ τα πεθαμένα,

τα σκοτωμένα, τ’ άμοιρα και τα φαρμακωμένα;

Ήρθες, με πήρες σαν παιδί, με πήγες μες στον κήπο,
για τέτοια μεταχείριση, χαιρόμουν, τι να είπω.

Πήρες την τσάπα την καλή και το καινούργιο φτυάρι,
μακρύ κιβούρι μ’ άνοιγες, καλά για να με πάρει.

Στο πρόσωπό σου έτρεχε, κυλούσε ο ιδρώτας,
λες και σε περιέλουζε, ο ποταμός Ευρώτας.

Με έπιασες προσεκτικά, μην τύχει και χτυπήσω,
τέτοια ταφή την προτιμώ, παρά το για να ζήσω.

Με έβαλες σαν άνθρωπο, δεν μ’ έριξες σαν σκύλο,
να ξέρεις πάντα σ’ έβλεπα, καλύτερό μου φίλο.

Καθώς αναπαυόμουνα, στην αγκαλιά της γης,
τα μάτια σου ετρέχανε, σαν το νερό πηγής.

Είπα, για ’κείνον’ τον φονιά, με το κακό το χέρι,
’μένα, με θάβει ποιητής, εσένανε ποιός ξέρει;

Τι όρνια θα ξεσκίσουνε, το βρώμικο κορμί σου,
αν κάτι τέτοιο σου συμβεί, κείν’ τη στιγμή θυμήσου.

Τα λόγια από το σκυλί, που σκότωσες κι εχάρης,
ήλθ’ ο καιρός παλιάνθρωπε, το μάθημα να πάρεις.

ΧΡΙΣΤΟΣ Δ. ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ
                                                                                                    ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Σχετικές δημοσιεύσεις