- Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΗΤΡΑΚΟΥ
Φτωχόπαιδα ήμαστε, οι μανάδες μας ολημερίς στο σπίτι να φροντίζουν για όλους και για όλα, κι οι πατεράδες μας απ’ το πρωί ως το βράδυ στο μεροδούλι να βγάλουν το ψωμί της φαμελιάς … πού να περισσέψουν λεφτά για «πολυτέλειες»!!!
Πού και πού μας φίλευε η μάνα μας, κρυφά, κανένα ισχνό χαρτζιλίκι (το ’βγαζε απ’ την τσέπη της μπροστοποδιάς της), για να πάρουμε απ’ το μπακάλικο της γειτονιάς καμιά σοκολάτα, καμιά τσίχλα, καραμελίτσες, μπισκότα ή πορτοκαλάδα και απ’ τους πλανόδιους της γειτονιάς καμιά τυρόπιτα, ένα σουσαμένιο κουλούρι, ένα ματζούνι, ένα χωνάκι παγωτό…
Όμως, ποτέ δε νιώσαμε παιδιά στερημένα. Το ελάχιστο μας φαινόταν μέγα, λέγαμε «ευχαριστώ» στην όποια μικροχαρά βρίσκαμε και ξέραμε, ακόμα και μέσα στη φύση που μας τριγύριζε, να βρίσκουμε λιχουδιές. Δυο απ’ αυτές τις λιχουδιές ήτανε το «ψωμάκι» και το «μελισσάκι».
Το «ψωμάκι» μας το έδινε η ταπεινή μολόχα, που κατάκλυζε τις γειτονιές, τους κήπους, τους μπαξέδες, τα χωράφια, τις άκρες των χωματόδρομων…
Η μολόχα, με τα πυκνά φύλλα σε σχήμα παλάμης, άνθιζε, κι αυτή, μαζί με τ’ άλλα αγριολούλουδα την άνοιξη και έκανε όμορφα ρόδινα άνθη, που όταν μαραίνονταν σχημάτιζαν τους σπόρους της μολόχας, τυλιγμένους στα χνουδωτά πράσινα σέπαλα του άνθους.
Εμείς, λοιπόν, τα παιδιά, «τρυγάγαμε» τους σπόρους αυτούς, όσο ακόμα ήτανε πράσινοι, ανοίγαμε το περικάλυμμά τους (έτσι σαν ν’ ανοίγαμε το χαρτάκι μιας καραμέλας) και βρίσκαμε μέσα τα σπόρια της μολόχας, ταιριαστά κολλημένα το ένα πλάι στο άλλο, σαν μια μικρούτσικη κουλούρα ψωμιού. Ξεκολλάγαμε αυτό το μικρό «ψωμάκι» και το μασουλάγαμε και ήτανε, μάλιστα, και πολύ-πολύ νόστιμο!!!
Το «μελισσάκι» δεν χρειαζότανε να το ψάξουμε μακριά απ’ το σπίτι μας. Το είχε η μάνα μας στη γλάστρα. Μερικοί μεγάλοι το λέγανε «κοράλι» και άλλοι «καμπανούλα». Όμως για μας ήτανε απλά το «μελισσάκι», που μας κέρναγε πρόθυμα το «μέλι» του.
Το μελισσάκι της γλάστρας μας είχε μακριά πράσινα κλαριά και φύλλα μικρά, πράσινα και λεπτά. Όταν άνθιζε, το Μάη, έβγαζε πολλά υπέροχα κατακόκκινα ανθάκια που έμοιαζαν με καμπανούλες μακρουλές. Εμείς, λοιπόν, δεν είχαμε, παρά να ξεκολλήσουμε το ανθάκι από τον μίσχο του και ύστερα να το βάλουμε στο στόμα μας, από το πίσω μέρος του, και να ρουφήξουμε το νέκταρ που είχε κρυμμένο εκεί για τις μέλισσες και τις πεταλούδες και ήτανε το αγαπημένο τους.
Το «ψωμάκι» και το «μελισσάκι» είναι, ακόμα, από κείνες τις καθημερινές αφορμές, που μας θυμίζουν πόσο καλύτερη και πιο γλυκιά ήτανε η ζωή μας όταν ήμασταν παιδιά.
Κι όπως λέμε, καμιά φορά:
«Πιο γλυκό ψωμί και πιο μυρωδάτο μέλι, δεν έχουμε ξαναφάει ποτέ, από τότε».
Σπάρτη 11-6-2024
Βαγγέλης Μητράκος