«Μ’ αγαπάς, γαρυφαλλιά μου;»

Screenshot

Ο Γιώργης ήτανε της παλιάς αντρειωμένης γενιάς! Φτωχός από γεννησιμιού του, μα δουλευταράς, αγωνιστής της ζωής, με καρδιά μάλαμα, πάντα κοντά στο δίκιο και στον ανθρώπινο πόνο. Πιότερο νοιαζότανε τους άλλους παρά τον εαυτό του. Μόνο που όταν ένιωθε αποσταμένος από τα βάσανα, αντί να βγάλει «αχ», γύρευε να πιει ένα ποτήρι κρασί παραπάνω. Τότε, αργούσε τα βράδια να γυρίσει στο σπιτικό του  κι η γυναίκα του, η Μαρία, που την είχε πάρει από αγάπη μεγάλη, δεν έπεφτε για ύπνο. Μόνο άνοιγε το παράθυρο της σάλας, κατά το δρόμο, κι έμενε εκεί όλη νύχτα, ακουμπισμένη στους αγκώνες, ψάχνοντας στους ίσκιους, με τα μάτια, για τον Γιώργη της. 

Κι εκείνος, όταν «σκόλαγε» η παρέα απ’ την ταβέρνα και έφευγε  για το σπίτι, ήξερε πως η γυναίκα του τον καρτερούσε στο παράθυρο ξυπνή, ένιωθε ότι ήταν πολύ πικραμένη και ανήσυχη και τότε, όταν πλησίαζε στο σπιτικό του, για να σβήσει από το μαυροπίνακα και αυτό το «παραστράτημα», άρχιζε ένα τραγούδι, ένα δημοτικό τραγούδι της αγάπης, μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά, κάτω από το αχνό φως του φεγγαριού:

«Μ’ αγαπάς, γαρυφαλλιά μου..; 

Μ’ αγαπάς ή με γελάς..; 

Τον καιρό σου να περνάς..; 

Σ’ αγαπώ, βασιλικέ μου,

σ’ αγαπώ δε σε γελώ… 

Σαν τα μάτια μου τα δυο… 

Πες μου τι, γαρυφαλιά μου,

Πες μου τι κιτρίνισες..;

Μη σε μάλωσε κανείς..; 

Γαρυφαλλιά, να μου το πεις..»

Ήτανε ένα τραγούδι γεμάτο παράπονο, γεμάτο πόνο και αγάπη, αλλά και γεμάτο μετάνοια και συγγνώμη.

Και στεκόταν ο Γιώργης, κάτω απ’ την κολώνα της ΔΕΗ, λουσμένος απ’ το κίτρινο φως της λάμπας, και τραγούδαγε και δεν έκανε βήμα προς τα μπρος μέχρις ότου η Μαρία, βουρκωμένη, να του φωνάξει:

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Γιώργη… έλα τώρα στο σπίτι μας».

Και τότε κίναγε ο Γιώργης, παραπατώντας, για το σπίτι, έκλεινε κι η Μαρία  το παράθυρο, του άνοιγε την πόρτα, τον βόηθαγε να μπει μέσα και πλάγιαζαν στο παλιό ντιβάνι, πλάι στο σβησμένο τζάκι. Δεν άλλαζαν κουβέντα καμιά. Κουβέντιαζαν μόνο οι σιωπές, οι καρδιές και οι ανάσες. 

Και μόνο λίγο  πριν έρθει ο ύπνος να τα σκεπάσει όλα, λίγο πριν έρθουν τα όνειρα εκείνα «που τελειώνουν το πρωί, έλεγε ο Γιώργης μια κουβέντα δυνατή, για να την ακούσουν, εκτός από τη Μαρία, και τα ξάγρυπνα παιδιά από τη δίπλα καμαρούλα:

«Συχωράτε με»!

Σπάρτη, 19-11-2024

Βαγγέλης Μητράκος 

Σχετικές δημοσιεύσεις