
- Γράφει ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΗΤΡΑΚΟΣ
Στη Σπάρτη του παλιού καιρού αν ρωτούσες για τον Γιάννη Παπαδόπουλο σε κοίταζαν με απορία και αμηχανία. Αν όμως ρωτούσες για τον Μπομπόνια, ΟΛΟΙ ήξεραν να σου πουν, γιατί έτσι είχαν «βαφτίσει» και έτσι γνώριζαν οι πάντες τον ποδοσφαιριστή θρύλο του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ»:
«Ο Μπομπόνιας»!!!
Η οικογένεια του Μπομπόνια είχε ρίζες Κωνσταντινουπολίτικες. Μετά τη Μικρασιατική Kαταστροφή βρέθηκαν στο Δουργούτι, στο Ν. Κόσμο Αθηνών, την παραγκούπολη των Αρμενίων και των Μικρασιατών προσφύγων.
Εκεί, γεννήθηκε στα 1929 ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο κοσμαγάπητος «Μπομπόνιας». Δυστυχώς, ο μικρός Γιαννάκης, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα προσφυγικά, και τα τέσσερα αδέρφια του ο Σταύρος, η Φρόσω, η Δέσποινα και η Καλλιόπη δεν χάρηκαν τον πατέρα τους, ο οποίος «χάθηκε» μέσα σ’ εκείνη την τρομακτική φουρτούνα των καιρών.
Κάπου στις αρχές του ’30 η «ορφανή», πλέον, οικογένεια χωρίστηκε για τις ανάγκες της επιβίωσης: Η γιαγιά με δυο παιδιά της, το Μανώλη και τον Θεοχάρη και με δυο απ’ τα εγγονάκια της, τον Γιάννη και τη Φρόσω βρέθηκαν στη Σπάρτη και «κούρνιασαν», σ’ ένα χαμόσπιτο στα νότια του Λόφου .
Σχολείο, ο Γιάννης, πήγε μια – δυο τάξεις και μετά μπήκε στη δουλειά: Παραπαίδι σε συνεργεία, φορτοεκφορτωτής, εργάτης, οδηγός σε φορτηγά, διανομέας, δουλειές του ποδαριού… Στο σχολείο της ζωής ο Γιάννης Παπαδόπουλος είχε μάθει καλά ότι «καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή».
Ολόκληρη η ζωή του Γιάννη ήτανε ένας διαρκής και σκληρός αγώνας γι’ αυτό και όταν στις λιγοστές ώρες της σκόλης έπαιζε ξυπόλητος μπάλα με τους φίλους του στις αλάνες γύρω από τον Λόφο ήτανε από τους καλύτερους, μιας και το ποδόσφαιρο ένας αγώνας ήτανε κι αυτό.
Προπονητή δεν χρειαζότανε. Η σκληρή δουλειά είχε αναλάβει να τον προπονεί, ώστε να έχει σώμα γερό, πόδια δυνατά και στέρεα, να πηδά ψηλά, να είναι γρήγορος, να έχει αντοχή και ευστροφία μυαλού και να μένει όρθιος στις συγκρούσεις με τους αντίπαλους παίχτες την ώρα που αυτοί σωριάζονταν στο έδαφος. Ψηλός, 1,96 μ., ήτανε άπιαστος στις κεφαλιές (έκανε και ψαράκια) και αμυντικά ήτανε σκληρός και απροσπέλαστος.
Σε κάθε ματς στις αλάνες, γρήγορα μαζευότανε ολόγυρα φίλαθλο κοινό, για να περάσει την ώρα του. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κοινό βρέθηκε, κάποιο καλοκαίρι, κι ένας Μητρούσης (;), Ελληνο-Αμερικάνος, που είχε έρθει από τις ΗΠΑ στη Σπάρτη, για να δει τους δικούς του. Βλέποντας τον Γιάννη Παπαδόπουλο σε ένα ματς, εκεί στην αλάνα, θαύμασε το παιχνίδι του, ιδιαίτερα τη δύναμή του, και φώναξε:
«Α, ρε Μπομπόνα»!!!
(Ο Μπομπόνας, όπως είπε ο Μητρούσης, ήταν ένας ονομαστός παλαιστής του καιρού εκείνου στην Αμερική).
Έτσι του ’μεινε του Γιάννη Παπαδόπουλου το παρατσούκλι «Μπομπόνιας». Μεγαλώνοντας, ο Μπομπόνιας, παράλληλα με το ποδόσφαιρο, ασχολήθηκε και με τον αθλητισμό και διακρίθηκε στο Άλμα Τριπλούν, τότε που ο Αθλητισμός ήτανε Ιδέα και καημός ψυχής και τίποτε άλλο.
Μετά τις αλάνες, ήρθε η ώρα να παίξει ο Μπομπόνιας, επιτέλους, ποδόσφαιρο ΚΑΙ στο γήπεδο. Πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα του Μπομπόνια ήταν η θρυλική «ΑΜΙΛΛΑ» και μετά ο «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΣ», επί Στέλιου Τσολακίδη. Λόγω της δύναμης και του ύψους του, ο Μπομπόνιας, καθιερώθηκε στη θέση του σέντερ- μπακ και για χρόνια πολλά αποτέλεσε αξεπέραστο αμυντικό δίδυμο με τον Δημητράκη Ανδριώτη.
Ο Μπομπόνιας υπήρξε κορυφαίος παίχτης του Σπαρτιατικού και η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της Λακωνίας. Με το παιχνίδι του αλλά και με το αγωνιστικό του ήθος κέρδισε άξια τον σεβασμό και την αναγνώριση των αντιπάλων του. Το παιχνίδι του ήτανε σκληρό, γεμάτο πείσμα, αλλά όχι αντιαθλητικό.
Λέει ο Σούλης Σακκέτας, συμπαίχτης-θρύλος του Μπομπόνια και αέρινο επιθετικό χαφ του Σπαρτιατικού που μαζί με τον Τάσο Μαζαράκο, αμυντικό χαφ, αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη της ομάδας:
«Ο Μπομπόνιας, στη δουλειά του, βούταγε ένα γεμάτο σακί και το σήκωνε στον αέρα σαν πούπουλο. Πολύ δυνατός! Θηρίο! Γι’ αυτό και είχε ένα σώμα γερό και τα χέρια και τα πόδια του ήτανε, δυνατά και ανίκητα».
Ο συμπαίχτης και προπονητής του Μπομπόνια, ο Στέλιος Τσολακίδης, για τη δύναμη, την απλότητα και την αποτελεσματικότητα του παιχνιδιού του τον έλεγε «ξύλινο».
Ο Μπομπόνιας, με τον «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ», έπαιξε απέναντι σε σπουδαίες ομάδες και μεγάλους ποδοσφαιριστές, σκορπίζοντας αισθήματα θαυμασμού και ενθουσιασμού για το γεμάτο ουσία αλλά και αυτοθυσία παιχνίδι του, σ’ εκείνα τα παλαιά γήπεδα που αντί για χορτάρι είχαν χώμα, αγκάθια και κοφτερές πέτρες.
Σίγουρα, μεγάλη στιγμή του Μπομπόνια ήταν όταν ο «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΣ», με προπονητή τον Αντώνη Ρεμούνδο, παλαιό διεθνή παίκτη του Αστέρα Αθηνών, έφτασε στους προημιτελικούς του κυπέλλου Ελλάδας 1954-55, νικώντας μια σειρά σημαντικών αντιπάλων.

Στη φάση αυτή έπαιξε στην Αθήνα με τον κραταιό «ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΜΥΡΝΗΣ» (Ριζούπολη), τη φημισμένη «Ελαφρά Ταξιαρχία», από τον οποίο αποκλείστηκε, ύστερα από μια μεγάλη εμφάνιση, με σκορ 2-1. Να σημειωθεί ότι ο ΑΠΟΛΛΩΝ στα προημιτελικά είχε νικήσει ακόμα και τον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ με 3-1!!!
(Το γκολ του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ είχε πετύχει ο θαυμάσιος Σαράντος Ρασσιάς, ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα, μεγάλη βεντέτα του λακωνικού ποδοσφαίρου, κορυφαίος άσσος και γκολτζής της ομάδας).
Ο αγώνας μεταδόθηκε από τους ρ/σ «ΕΝΟΠΛΩΝ» και Β΄ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ» ενώ ρεπορτάζ για τον σπουδαίο αυτό αγώνα, με εγκωμιαστικά σχόλια για τον «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ» και με διακριθέντα τον Μπομπόνια, δημοσιεύθηκαν στις αθλητικές εφημερίδες της εποχής (ΗΧΩ και ΦΩΣ ΤΩΝ ΣΠΟΡ) μαζί με μια εξαιρετική φωτογραφία του δεύτερου γκολ του «ΑΠΟΛΛΩΝΑ».

Στη φωτογραφία αυτή διακρίνονται (από αριστερά προς τα δεξιά) ο Θανάσης Ρεμπής, ο Σούλης Σακκέτας, ο Τάσος Μαζαράκος και ο Μπομπόνιας, οι οποίοι παρακολουθούν την μπάλα να μπαίνει στα δίχτυα του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ». Η έκφραση οδύνης στο πρόσωπο του Μπομπόνια είναι χαρακτηριστική της ποδοσφαιρικής του ιδιοσυγκρασίας και περηφάνιας: Ο Μπομπόνιας έπαιζε πάντα για τη νίκη και δεν μπορούσε να αποδεχτεί καμιά ήττα.
Δουλειά σκληρή από το πρωί, στους δρόμους, στα πεζοδρόμια και στα μαγαζιά της Σπάρτης ο Μπομπόνιας, το απόγευμα προπόνηση και μετά … πάλι δουλειά. Το όνειρο και η προσμονή όλης της βδομάδας ήτανε το ματς της Κυριακής. Πολλές φορές, ο Μπομπόνιας, από τη δουλειά πήγαινε κατευθείαν στο παιχνίδι και, μάλιστα, πολλές φορές, χωρίς να έχει βάλει μπουκιά στο στόμα του.
Έτσι νηστικοί και φτωχοί έπαιζαν μπάλα ο Μπομπόνιας και οι άλλοι παίχτες της εποχής του. Δεν έπαιρναν φράγκο. Μόνο κανένα τραπέζωμα τους έκαναν μετά από κάποια σπουδαία νίκη, μερικοί «ματσωμένοι» παράγοντες και οπαδοί του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ».

Τότε, στα χρόνια του Μπομπόνια, στους καιρούς της ποδοσφαιρικής αθωότητας, δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση, ούτε βίντεο, ούτε καν φωτογραφικές μηχανές για να αποτυπώσουν το παιχνίδι του Μπομπόνια και των συμπαιχτών του. Ο θρύλος του Μπομπόνια και των άλλων άσσων του σπαρτιατικού ποδοσφαίρου δημιουργήθηκε μέσα από την προφορική παράδοση όσων τους είδαν στο γήπεδο, από τις τοπικές εφημερίδες της εποχής και, δευτερευόντως, από τις αθλητικές, αθηναϊκές εφημερίδες που «στα ψιλά» αναφέρονταν, καμιά φορά, και στο επαρχιακό ποδόσφαιρο.
Στα 1953, ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο Μπομπόνιας, παντρεύτηκε τη Λούλα Σπυριδάκου, κομμώτρια που εργαζόταν στο σπίτι της, εκεί ψηλά στη Χαμαρέτου. Βρήκε και ο Μπομπόνιας μόνιμη δουλειά σαν διανομέας, με το τρίκυκλό του, στην αντιπροσωπεία μπίρας και αναψυκτικών «ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΟΥ» και έχτισαν τη ζωή τους με αγάπη, με θέληση, σύνεση και υπομονή, λιθάρι το λιθάρι, απλά, τίμια και στέρεα, αποκτώντας και δυο υπέροχα παιδιά, τον Ηλία (1955) και τη Διαμάντω (1956).
Ο Μπομπόνιας, σ’ ολόκληρη τη ζωή του παρέμεινε γνήσιος, ντόμπρος και αυθεντικός, ένας άνθρωπος «μάλαμα» όπως τον χαρακτήρισε αυθόρμητα ο κορυφαίος συμπαίχτης και επιστήθιος φίλος του, ο Σούλης Σακκέτας. Ένας χαρακτήρας καλοκάγαθος, ήρεμος, «γίγαντας με ψυχή παιδιού», που πάσχιζε, καθημερινά, με νύχια και με δόντια, να κρατήσει όρθια τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του με όπλα την αξιοπρέπεια και τις ηθικές αξίες. Συμπονούσε, βόηθαγε και υπεράσπιζε τους αδύναμους και τους αδικημένους, παντού όπου τους συναντούσε, μιας και ο ίδιος ήξερε καλά, από μικρό παιδί, τι σημαίνει να ζεις στους ίσκιους της ζωής. Άξιος πατέρας και καλός σύζυγος, πάλευε συνεχώς για μια καλύτερη μοίρα των παιδιών και της οικογένειάς του. Στις μέρες και τις ώρες που δεν είχε δουλειά και ποδόσφαιρο πήγαινε με την παρέα του στα παλιά ταβερνάκια της Σπάρτης για ένα κρασάκι, για μεζέ και κουβέντα. Ήτανε γλεντζές τύπος και χορευταράς.
Έμεινε πάντα σεμνός και ταπεινός κι ας είχε αποκτήσει δόξα και φήμη και είχε γίνει σύμβολο του σπαρτιατικού ποδοσφαίρου και θρύλος.
Ο Μπομπόνιας έπαιξε μπάλα μέχρι 37 ετών (1966), ήταν πάντα αναντικατάστατος και τα περισσότερα χρόνια ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ». Δυστυχώς, στα 1980, στα πενήντα ένα του χρόνια, ο αετός του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ χτυπήθηκε από βαρύ εγκεφαλικό, που του παρέλυσε το αριστερό χέρι και το πόδι και τον καθήλωσε στο καροτσάκι. Αυτός ο λεβέντης, ο «γίγαντας» των γηπέδων, το ίνδαλμα των φιλάθλων, ο «φόβος και ο τρόμος» των αντιπάλων, βρέθηκε, από τη μια στιγμή στην άλλη, αδύναμος στο κρεβάτι.
Τον πήγε η οικογένειά του για θεραπεία και αποκατάσταση στην Αθήνα, στον Γιατρό Κοντουλάκο από την Τρύπη: Τον κοίταξε ο γιατρός επίμονα έτσι που ήτανε στο καροτσάκι … «Σήκω πάνω» του είπε. Σήκωσε τα μάτια του πονεμένα και γεμάτα απορία ο καημένος ο Μπομπόνιας: «Δεν μπορώ», ψέλλισε αμήχανα. «Μπορείς!!! Δεν είναι δυνατόν ένας Μπομπόνιας να είναι σε αναπηρική καρέκλα»!!! Έσκυψε ο γιατρός, τον στήριξε … τον σήκωσε… Με την αγωγή του γιατρού, τη βοήθεια και τη συμπαράσταση των δικών του και το δικό του πείσμα και τη δύναμη κατάφερε ο Μπομπόνιας να σηκωθεί απ’ το καροτσάκι και να περπατά, κουτσαίνοντας, με μια μαγκουρίτσα.
Στη 10ετία του ’80 οργανώθηκε ένα παιχνίδι βετεράνων στο Στάδιο Σπάρτης. Την ώρα που συγκεντρώθηκαν οι βετεράνοι για την καθιερωμένη φωτογραφία στο κέντρο γηπέδου, είδαν να μπαίνει στο γήπεδο, κουτσαίνοντας, με μια μαγκούρα στο χέρι, ο Μπομπόνιας. Πλησίασε του παλιούς του συμπαίχτες και όλοι συγκινημένοι τον χειροκρότησαν και τον αγκάλιασαν. Βγήκε φωτογραφία μαζί τους, ο Μπομπόνιας, έτσι, με την μαγκουρίτσα και τα γυαλάκια του, την τελευταία φωτογραφία του μέσα στο γήπεδο, εκεί ακριβώς που μεγαλούργησε τόσα χρόνια.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1989, κι ενώ καρτερούσε να γιορτάσει τα Χριστούγεννα με την οικογένειά του, ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο θρυλικός και πολυαγαπημένος Μπομπόνιας της Σπάρτης, έκανε «ψαράκι» στην αιωνιότητα, σ’ αυτόν τον τελευταίο και σκληρότερο αγώνα του, σε ηλικία μόλις 60 χρόνων.
Η γυναίκα του, η Λούλα, έζησε, μιλώντας με τις φωτογραφίες του, μέχρι που πήγε κι αυτή να συναντήσει τον αγαπημένο της Γιάννη, στα 2021.

Την ποδοσφαιρική ιστορία του Μπομπόνια, τη συνέχισε επάξια, μέχρι το 1990, ο γιος του, ο Ηλίας Παπαδόπουλος, στον «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ», στον «ΛΕΩΝΙΔΑ» και στον «Α.Ο. ΣΠΑΡΤΗΣ». Πήρε κι αυτός πολλά χειροκροτήματα και εισέπραξε ποδοσφαιρικό σεβασμό για το παιχνίδι του, αλλά η μεγαλύτερη ικανοποίησή του ήταν που οι φίλαθλοι και ο κόσμος τον φώναζε (και τον φωνάζει ακόμα) «Μπομπόνια».
Είναι τέτοια η αδήριτη μοίρα του ανθρώπου, ώστε, αργά ή γρήγορα, φεύγει από τη ζωή, μακριά από ό,τι αγάπησε και αγαπήθηκε. Και τότε αρχίζει να ζει η Μνήμη, το αποτύπωμα, δηλαδή, που άφησε ο άνθρωπος βαδίζοντας στον δρόμο της Ζωής. Κι ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο Μπομπόνιας, με τη ζωή του, το ήθος και το ποδοσφαιρικό του τάλαντο, άφησε πίσω του ένα τόσο βαθύ αποτύπωμα, που δεν θα το ξεθωριάσει ποτέ ο χρόνος.
Γι’ αυτό, ο θρύλος του Μπομπόνια θα παραμείνει ζωντανός για πάντα.
Σπάρτη, 29 Οκτωβρίου 2024
Βαγγέλης Μητράκος