Μια σημαντική επιστημονική μελέτη δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο διεθνές περιοδικό Horticulturae και αφορούσε νέα σημαντικά στοιχεία, για την προσβολή του ελαιόκαρπου από το μύκητα του γλοιοσπορίου. Στην έρευνα συμμετείχαν ερευνητές των Εργαστηρίων Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και Εργαστηρίου Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η μελέτη διακρίθηκε και έγινε εξώφυλλο για το μήνα Αύγουστο τονίζοντας έτσι τη σημαντικότητα των ευρημάτων για την ελαιοκαλλιέργεια (https://www.mdpi.com/2311-7524/10/8).
Η έρευνα πεδίου αφορούσε 60 ελαιώνες κατανεμημένους χωροταξικά στις ελαιοκομικές ζώνες της Περιφέρειας Πελοποννήσου, και συμπεριελάμβανε 13 διαφορετικές ποικιλίες ελιάς για δύο συνεχόμενες ελαιοκομικές περιόδους.
Το παθογόνο απομονώθηκε από φαινομενικά υγιείς καρπούς και με εξειδικευμένες μοριακές τεχνικές διαπιστώθηκε η παρουσία δύο βασικών ειδών του μύκητα με πολλές γενετικά διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες (στελέχη). Το είδος που είχε απομονωθεί σε προκαταρκτικές μελέτες του Εργαστηρίου Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου πριν από μια 5-ετία, όταν η ασθένεια ήταν σε έξαρση, δεν απομονώθηκε ξανά. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι το συγκεκριμένο παθογόνο στέλεχος έχει αντικατασταθεί με νέα που δεν έχουν δώσει ακόμη σημαντικές εξάρσεις της ασθένειας. Τα απομονωμένα ενδημικά στελέχη του παθογόνου, διαφέρουν ως προς την ένταση της ασθένειας που προκαλούν (παθογόνος δύναμη) και κατά συνέπεια απλώς η ανίχνευσή του παθογόνου δεν προδιαγράφει ένταση ασθένειας με οικονομικές επιπτώσεις επιπέδου που να επιβάλουν τη λήψη μέτρων φυτοπροστασίας. Συνεπώς, επιβάλλεται η ταυτοποίηση των στελεχών ώστε να μπορεί να προβλεφθεί το εάν ένας ελαιώνας βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο υποβάθμισης του προϊόντος του λόγο της ασθένειας. Επίσης, το είδος που προκάλεσε επιδημικές κρίσεις στην Ιταλία και άλλες χώρες δεν φαίνεται να έχει μεταφερθεί ακόμη στην Πελοπόννησο γεγονός εξαιρετικά σημαντικό.
Οι ποικιλίες ελιάς έδειξαν διαφορετική ευαισθησία στα ενδημικά στελέχη του παθογόνου μύκητα. Ιδιαίτερα ευαίσθητες εμφανίσθηκαν οι εμβληματικές για την περιοχή ποικιλίες Καλαμών και Κορωνέικη (παρότι σε μελέτες άλλων ελαιοπαραγωγικών χώρων είχαν δείξει υψηλή αντοχή). Αντίθετα, εξαιρετικά ανθεκτικές έδειξαν να είναι οι ποικιλίες Αθηνολιά και Μεγαρίτικη.
Τα παραπάνω δείχνουν την ανάγκη επαγρύπνησης για την προστασία από εισαγόμενα παθογόνα και τις δυνατότητες αξιοποίησης της γενετικής ποικιλομορφίας της εγχώριας ελαιοκαλλιέργειας. Η αξιοποίηση της γνώσης που προέκυψε αλλά και η εφαρμογή των μοριακών τεχνικών που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη ενός συστήματος έγκαιρης ανίχνευσης των παθογόνων πριν την εκδήλωση της ασθένειας, επιτρέποντας στους ελαιοκαλλιεργητές την εφαρμογή προληπτικών μέτρων φυτοπροστασίας (ψεκασμοί) και κατάλληλων καλλιεργητικών πρακτικών (χρόνος συγκομιδής). Η πιο πάνω πληροφόρηση που αφορά τους ελαιοκαλλιεργητές θα μπορούσε να ενταχθεί στο σύστημα γεωργικών προειδοποιήσεων σε επίπεδο Περιφέρειας ή ακόμη και σε ατομικό επίπεδο συμβάλλοντας στην προστασία της ελαιοκαλλιέργειας.
Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία» ΕΣΠΑ 2014-2020».
Christina Angeli, Polina C. Tsalgatidou, Athanasios Tsafouros, Anastasia Venieraki, Antonios Zambounis, Alexandros Vithoulkas, Anna Milionis, Epaminondas J. Paplomatas, Vasilios Demopoulos, and Costas Delis. 2024. “Genetic and Phytopathogenic Characterization of Endemic Colletotrichum Isolates in Major Olive Cultivars of Greece” Horticulturae 10, no. 8: 847. https://doi.org/10.3390/horticulturae10080847