25η Μαρτίου στο 1/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Βουτιάνων

Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΗΤΡΑΚΟΥ

Κάθε που έρχεται η επέτειος της 25ης Μαρτίου 1821, η ψυχή μου βάζει τα γιορτινά της και τα γαλανόλευκα και πηγαίνει για να γιορτάσει, επισκέπτης μνήμης και αγάπης, στους Βουτιάνους, εκεί όπου υπηρέτησα σαν δάσκαλος επί 16 ολόκληρα χρόνια, 1978-1994, έδωσα όλο το «είναι» μου στα παιδιά- μαθητές μου για να μάθουν γράμματα και να γίνουν καλοί και άξιοι άνθρωποι, «υπηρέτησα» το χωριό όσο μπορούσα με τον καλύτερο τρόπο και, φεύγοντας, άφησα εκεί ένα κομμάτι της καρδιάς μου, ίσως το μεγαλύτερο.


Οι σχολικές γιορτές, στο σχολείο μας (όπως άλλωστε σ’ όλα τα χωριά), ήτανε ένας ακόμα τρόπος βιωματικής μάθησης και μια ευκαιρία να έρχεται το χωριό σε άμεση επαφή κι επικοινωνία με το σχολείο, που χτίστηκε, κάποτε, με προσωπική εργασία και ιδρώτα των Βουτιανιτών και που, διαχρονικά, ήταν η καρδιά που έδινε ζωή στο χωριό και συνέδεε το Χθες με το Σήμερα και το Αύριο.
Μέσα σ’ αυτές τις γιορτές του Σχολείου, η γιορτή της 25ης Μαρτίου ήταν η κορυφαία και η πλέον λαμπρή.


Ήδη, μετά την επιστροφή των παιδιών από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, άρχιζε, σιγά-σιγά, η προετοιμασία για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου (να βρούμε το θεατρικό έργο που θα παίζαμε, τα ποιήματα που θα μάθαιναν τα παιδιά, τα τραγούδια που θα λέγαμε κ.α.π.)


Το 1/θέσιο σχολείο (και μάλιστα όταν είχε ΟΛΕΣ τις τάξεις) ήταν ένα πολύ «δύσκολο» σχολείο (συγχρόνως και το καμίνι όπου δενότανε το δασκαλικό ατσάλι) κι έπρεπε, για να μπορέσει ο δάσκαλος και οι μαθητές να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις των εορτών και των εκδηλώσεων, να προγραμματίζουν έγκαιρα και να ξεπερνούν εαυτούς για την προετοιμασία τους, μιας και ΟΛΑ περνούσαν μέσα από τα χέρια τους. Φυσικά, δεν υπήρχε ούτε καν σαν σκέψη η πιθανότητα να μην γίνει κάποια γιορτή, αφού οι σχολικές γιορτές ήταν ισχυρή παράδοση από το Χθες και ήταν τόσο δεμένες με τη ζωή και τη μικρή κοινωνία του χωριού, ώστε η μη τέλεση κάποιας γιορτής θα βιωνόταν ως ένας μικρός «θάνατος» για την τοπική κοινωνία.


Από τον Γενάρη, λοιπόν, ξεκινούσαμε τις πρόβες για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου φροντίζοντας να εξοικονομούμε χρόνο γι’ αυτές στο τέλος του καθημερινού προγράμματος, που στο 1/θέσιο ήταν πραγματικά πιεστικό και ανελέητο. Όμως, πέραν αυτού, τα παιδάκια ήταν τόσο φιλότιμα και είχαν τέτοια όρεξη για δουλειά και προσφορά, ώστε διάβαζαν τους ρόλους και τα ποιήματά τους ΚΑΙ στο σπίτι, με τη συγκινητική βοήθεια και το ενδιαφέρον των γονιών τους, πολλές φορές και των παππούδων και των γιαγιάδων. Εν ολίγοις, η σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου γινόταν προσωπική υπόθεση ΟΛΩΝ, δημιουργώντας μιαν εθνική, κοινωνική και ανθρώπινη ενότητα, αυτό ακριβώς που χρειαζόταν (και χρειάζεται) ένας τόπος και μια κοινωνία για να πάει μπροστά.


Όταν πλησίαζε, πια, η γιορτή της 25ης Μαρτίου, το σχολείο μας έμπαινε σ’ έναν δημιουργικό οίστρο. Και είχαμε να κάνουμε πολλά: Έπρεπε να ασπρίσουμε τα πεζούλια, να κουρέψουμε τις πρασιές του σχολείου και να κλαδέψουμε τα φυτά του κήπου, να καθαρίσουμε το προαύλιο, να κάνουμε τις τουαλέτες να λάμψουν (φυσικά και δεν είχαμε ποτέ καθαρίστρια) να διακινήσουμε τις προσκλήσεις στο χωριό, να κόψουν και να φέρουν τα παιδιά φύλλα βάγιας για τα στεφάνια κλπ, κλπ. Οι προσκλήσεις για τη γιορτή, τότε που δεν υπήρχαν τα μέσα και τα χρήματα, ήταν κυριολεκτικά χειροποίητες. Εγώ έγραφα το κείμενο της πρόσκλησης στον πίνακα, έδινα χαρτιά στα παιδιά κι εκείνα αντέγραφαν το κείμενο, με ωραία, καλλιγραφικά (όσο μπορούσε το καθένα) γράμματα. Την προπαραμονή της γιορτής, έκαναν τα παιδάκια 2-3 «συνεργεία», μοίραζαν τους τομείς ευθύνης («εσείς στο πάνω χωριό, εσείς στο κάτω κι εμείς στο πέρα χωριό») και το απόγευμα έπαιρναν σβάρνα όλα τα σπίτια δίνοντας, με τα ίδια τους τα χεράκια, τη χειρόγραφη πρόσκληση για τη γιορτή τους, φροντίζοντας να μην παραλείψουν κανένα μα κανένα σπίτι που ήταν ανοιχτό.


Την παραμονή της σχολικής γιορτής στο σχολείο γινόταν ξεσηκωμός: Σκουπίζαμε και σφουγγαρίζαμε το μωσαϊκό, καθαρίζαμε τα τζάμια, ανοίγαμε τη διπλή εξάφυλλη πόρτα που χώριζε τις δυο αίθουσες, σκουπίζαμε τα παλιά ξύλινα θρανία και τα τακτοποιούσαμε μαζί με τις καρέκλες σε σειρές για να καθίσει ο κόσμος που θα ’ρχόταν, στολίζαμε με σημαιάκια τον διάδρομο και τις αίθουσες, κόβαμε από το διπλανό χωράφι δάφνες και τις βάζαμε στα κάγκελα του προαυλίου και, με λίγα λόγια, κάναμε τα πάντα για να είναι ο σχολικός χώρος, μέσα κι έξω, καθαρός, στολισμένος, περιποιημένος και νοικοκυρεμένος, ώστε να κάνει την καλύτερη εντύπωση στους προσκεκλημένους του, έτσι ακριβώς όπως η καλή νοικοκυρά ετοιμάζει το σπίτι της για τους καλεσμένους της. Κι όλα αυτά από λίγα παιδάκια 6-12 χρόνων, που δούλευαν μαζί με τον δάσκαλό τους χωρίς καμιά βαρυγκόμια, έχοντας κάνει τη γιορτή δική τους υπόθεση και το σχολείο τους καλύτερο κι απ’ το σπίτι τους.


Τι να πω γι’ αυτά τα παιδιά; Ό,τι κι αν πω θα είναι πολύ λίγο για να εκφράσει την καλή τους ψυχούλα, το σπινθηροβόλο πνεύμα τους, το φιλότιμό τους, τον αδαμάντινο χαρακτήρα τους, την εργατικότητά τους, την αλήθεια τους και τη ζεστασιά της καρδιάς τους!!! Πραγματικά, θα είναι πολύ λίγο ό,τι κι αν πω.
Στο τέλος των προετοιμασιών, ασχολούμαστε να τακτοποιήσουμε την σκηνή, την οποία εγώ τη βρήκα ήδη στημένη στη δεύτερη αίθουσα του σχολείου από τους δασκάλους που είχαν υπηρετήσει εκεί πριν από μένα, τους αείμνηστους, παπα-Γιάννη Τζαννέτο, Μιχαήλ Κάββουρα και Θεόδωρο Γιάτρα. Δοκιμάζαμε, λοιπόν, τις κουρτίνες αν ανοιγοκλείνουν καλά, τους φωτισμούς αν είναι εντάξει, τοποθετούσαμε το χειροποίητο σκηνικό στη θέση του και ό,τι άλλο χρειαζόνταν ως ντεκόρ πάνω στη σκηνή, τοποθετούσαμε στα παρασκήνια όλα εκείνα τα σκηνικά και τα αντικείμενα που θα χρειάζονταν όταν άλλαζαν οι σκηνές και στο τέλος φτιάχναμε και τα στεφάνια με τα φύλλα της βάγιας και τα στολίζαμε με γαλάζιες και άσπρες κορδέλες.
Αφού τελειώναμε, στεκόμαστε, κουρασμένοι αλλά ικανοποιημένοι, και καμαρώναμε όλο αυτό που είχαμε καταφέρει, οραματιζόμενοι και μια όμορφη κι επιτυχημένη γιορτή που θα ενθουσίαζε τους συγχωριανούς.


Το πρωί της 25ης Μαρτίου, ξημέρωνε η μεγάλη μέρα, που τόσον καιρό περιμέναμε και για την οποία τόσο είχαμε κοπιάσει. Κατά τις 8 το πρωί ,έρχονταν τα παιδιά στο σχολείο ντυμένα με τις εθνικές στολές του Τσολιά και της Αμαλίας, μερικές από τις οποίες έβγαιναν κάθε χρόνο από τα παλιά σεντούκια όπου τις φύλαγαν σαν ιερά κειμήλια οι απόγονοι των παλαιών που τις φορούσαν. Ήταν η μέρα που οι ψυχές εκείνων των παλιών παππούδων και των γιαγιάδων ανατρίχιαζαν σύγκορμες εκεί ψηλά στους ουρανούς, βλέποντας τα εγγόνια τους να φοράνε τα ρούχα εκείνα τα δικά τους, αλλά και στα σπινθηροβόλα μάτια των παιδιών έβλεπες τη λάμψη της χαράς, της περηφάνιας και της ευθύνης, που φόραγαν τις ιερές στολές των παππούδων και των γιαγιάδων τους. Χωρίς τυμπανοκρουσίες και χωρίς προβολείς, έτσι απλά και φυσικά, πιστοποιούταν η εθνική συνέχεια και στεκόταν ορθομέτωπη η Ελληνική Οικογένεια σ’ όλο της το μεγαλείο, η Οικογένεια σαν ένα δέντρο γιγάντιο κι αιωνόβιο, με ρίζες βαθιές και γερές τους παππούδες και τις γιαγιάδες του Χθες και κλωνάρια γερά και θαλερά εκείνους που έζησαν κατοπινά, φύτρα από τη φύτρα τους.


Κι αφού μαζευόμαστε όλοι λαμπροντυμένοι εκεί στο σχολείο, κάναμε την έπαρση της Σημαίας, ψάλλαμε με ιδιαίτερη περηφάνια τον Εθνικό Ύμνο, φορούσε ο (η) σημαιοφόρος την τελαμώνα και τα άσπρα γάντια, έπαιρνε την Σημαία του σχολείου τη στολισμένη με τα κρόσσια και τις φούντες και τον χρυσό Σταυρό στην κορυφή, παρατασσόμαστε, έπαιρνε το κάθε παιδάκι στα χέρια μια σημαιούλα που είχαμε φροντίσει να προμηθευτούμε από το Βιβλιοπωλείο του ΚΟΥΤΣΟΒΙΤΗ και ξεκινάγαμε για την εκκλησία του χωριού, όπου, ήδη, είχε αρχίσει η Λειτουργία της ημέρας. Μαζί μας ερχόταν πάντα και ο Πρόεδρος του χωριού, ένα έθιμο από τον πρώτο χρόνο που πήγα στους Βουτιάνους που τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια ο ιστορικός και αείμνηστος Πρόεδρος των Βουτιάνων, Λεωνίδας Στρατηγάκης, ο οποίος πολύ αγάπησε ΚΑΙ το Σχολείο ΚΑΙ το χωριό του.


Στο δρόμο συναντούσαμε περαστικούς που παραμέριζαν, καμάρωναν τα λιγοστά παιδάκια και τα χειροκροτούσαν, αλλά συνέβαινε και κάτι θαυμαστό, κάτι που προσωπικά το ζούσα κάθε φορά σαν να ήταν η πρώτη: Στα μπαλκόνια του χωριού έβγαιναν γερόντοι και γερόντισσες που δεν μπορούσαν να έρθουν στην εκκλησία (άλλοι απ’ τα χρόνια κι άλλοι από προβλήματα υγείας), και περίμεναν υπομονετικά από το πρωί να περάσουν τα παιδιά. Τα χειροκροτούσαν, τους απηύθυναν κουβέντες γλυκές, τα προσφωνούσαν με τα μικρά τους ονόματα και το κυριότερο έλαμπαν τα μάτια και τα πρόσωπά τους από ζωή, χαμογελούσαν, δεν ήταν πια γερόντοι και γερόντισσες, δεν ήταν πια ανήμποροι και άρρωστοι αλλά είχαν βγάλει φτερά και πετούσαν στους εφτά ουρανούς. Ήταν, πραγματικά, ένα «θαύμα» σαν εκείνο που έγινε όταν η αιμορροούσα γυναίκα του Ευαγγελίου ακούμπησε το ρούχο του Χριστού και γιατρεύτηκε. Έτσι «γιατρεύονταν» κάθε χρόνο και «ξανάνιωναν» οι γέροντες και οι γερόντισσες των Βουτιάνων, σαν έβλεπαν τα βλαστάρια τους να διαβαίνουν σε μια παρέλαση που όμοιά της δεν έχει γίνει ποτέ, ούτε στη μεγαλύτερη πολιτεία.


Ας όψονται εκείνοι που άφησαν τα χωριά μας να ρημάξουν και να κλείσουν τα σχολεία τους. Γιατί το σχολείο στο χωριό δεν ήταν μόνο ένας τόπος μάθησης. Ήταν κάτι περισσότερο και πιο σημαντικό από κάθε τι άλλο: Ήταν η καρδιά του χωριού που με το χτύπο της έδινε ζωή στο χωριό και το πήγαινε ένα βήμα πιο μπροστά στο Αύριο. Όταν έκλεισαν τα σχολεία, σταμάτησε να χτυπά η καρδιά των χωριών και «πέθαναν» κι αυτά μαζί τους.


«Παρελάζοντας», λοιπόν, φτάναμε στην πλατεία των Βουτιάνων, κατηφορίζαμε μπροστά από το μαγαζί του Τσαμαρδού, φτάναμε κάτω στο άλλο μαγαζί του Παπανικολάου και μετά παίρναμε την ανηφόρα για τον περικαλλή Ιερό Ναό των Ταξιαρχών πάνω στο γραφικό λόφο που δεσπόζει στη γύρω περιοχή. Μπαίναμε στην κατάμεστη εκκλησία, τα παιδάκια (φρόνιμα και πειθαρχικά) έπαιρναν τη θέση τους με τη Σημαία μπροστά κι εγώ έπιανα θέση στο ψαλτήρι, πλάι στον αείμνηστο καλλίφωνο ψάλτη των Βουτιάνων τον κυρ-Στράτη τον Ζέππο, έναν ολόθερμο Βουτιανίτη και Έλληνα, εξαίρετο οικογενειάρχη και προκομμένο νοικοκύρη, για να συνοδεύσουμε μαζί στην Λειτουργία τον επίσης εξαίρετο κατά τα καθήκοντά του και καλλίφωνο στις εκφωνήσεις και στο ψαλτικό ιερέα, τον παπα- Χρήστο Πανταζέλο, που από την πρώτη μέρα που πήγα στους Βουτιάνους μου συμπαραστάθηκε περισσότερο κι από αδελφός, κάναμε μαζί πολλά για το χωριό και μας έδεσε μια ψυχική και πνευματική φιλία που ζει μέχρι σήμερα και χρόνο με το χρόνο δυναμώνει.


Αφού τέλειωνε η Λειτουργία, με το Σχολείο μπροστά, τη Σημαία αναπεπταμένη και πίσω όλο το χωριό, πηγαίναμε, εν πομπή, στην πλατεία, στο μαρμάρινο Ηρώο του χωριού. Εκεί βρίσκονταν και όσοι από τους συγχωριανούς δεν είχαν έρθει, για διάφορους λόγους, στην εκκλησία. Μέσα σε κλίμα συγκίνησης και εθνικής περηφάνιας ψάλλαμε την Δοξολογία, ο δάσκαλος εκφωνούσε τον πανηγυρικό της ημέρας, τον οποίο τον παρακολουθούσαν με αληθινό ενδιαφέρον και έβαζαν μέσα τους τα μηνύματά του όλοι οι παριστάμενοι και κυρίως οι γεροντότεροι.


Θυμάμαι μια χρονιά, είπα να μην γράψω καινούριο πανηγυρικό και να εκφωνήσω κάποιον από τα προηγούμενα χρόνια. Μετά το πέρας της τελετής, με πλησίασε ένας γέροντας και μου ψιθύρισε διακριτικά στο αυτί: «Τον είχες ξαναπεί το λόγο, δάσκαλε»!!! Έκτοτε δεν διανοήθηκα ποτέ να ξαναπώ δεύτερη φορά την ίδια ομιλία. Μετά τον πανηγυρικό κρατούσαμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των Ηρώων και ύστερα γινόταν η κατάθεση των στεφάνων από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Κοινότητας και από το Σχολείο. Στο τέλος, τα παιδάκια, με εθνικό παλμό και στεντόρεια φωνή, έλεγε το καθένα το ποίημά του, με τον δικό του τρόπο, μπροστά στο Ηρώο, αποσπώντας ενθουσιώδη χειροκροτήματα, ενίοτε και ζητωκραυγές: «Μπράβο Μαρία…Μπράβο Γιαννάκη…Γεια σου Δήμητρα… Γειά σου λεβέντη Κώστα…». Πραγματικά ήταν η καλύτερη στιγμή του εορτασμού: Ήταν στη μέση του χωριού, μπροστά στο Ηρώο με τα ονόματα των πεσόντων Βουτιανιτών στους πολέμους, ήταν εκεί η Εκκλησία και οι προύχοντες του χωριού, ήταν οι γονείς, οι παππούδες οι γιαγιάδες και οι άλλοι συγγενείς των παιδιών, ήταν εκεί (σ’ αυτό το αλωνάκι της ζωής) ΟΛΟΙ οι συγχωριανοί, μονοιασμένοι και αγαπημένοι κάτω από τη σκιά των προγόνων και πάνω απ’ όλα ήταν εκεί το Σχολείο και οι μαθητές του, τα παιδάκια των Βουτιάνων, το παράθυρο στο Αύριο, η ελπίδα και το φως που δεν άφηνε κανένα σκοτάδι να πλησιάσει το χωριό, ο Αη-Γιώργης που προστάτευε το χωριό από κάθε δράκοντα.


Στο τέλος, όλοι μαζί, ψάλλαμε τον Εθνικό Ύμνο και η εορταστική ομήγυρις, μετά τις χειραψίες και τα συγχαρητήρια, σκόρπιζε, άλλοι για τα σπίτια τους όπου τους περίμενε ο μπακαλιάρος της ημέρας, τα χόρτα και η σκορδαλιά κι άλλοι για τα ταβερνάκια του χωριού, να πιουν ένα γιορταστικό ποτήρι καλό κρασί με έναν μεζέ. Η μεγάλη σύναξη των συντελεστών της πρωινής γιορτής γινότανε στο παραδοσιακό, χωριάτικο ταβερνάκι «Η Συνάντησις» του μπαρμπα-Τάκη του Βαρβιτσιώτη, πάνω στο δρόμο Σπάρτης- Τρίπολης που διέσχιζε το χωριό, ένα στέκι όλων των περαστικών αυτοκινήτων, που έφτανε να σταματήσουν μια φορά, για να γίνουν παντοτινοί φίλοι της ταβέρνας του κυρ-Τάκη. Με καλό βαρελίσιο κρασί και καλοτηγανισμένο μπακαλιάρο ξαρμυρισμένο όσο έπρεπε με λαδάκι απ’ το τηγάνι και μπόλικο λεμόνι, σκορδαλιά φτιαγμένη απ’ τα χρυσά χέρια της κυρα-Γιωργίας, σαλάτες, πατάτες και όλα τα σχετικά και με πολλά κεράσματα εκατέρωθεν, γινόταν το κοινό γιορτινό τραπέζι, ένας «Μυστικός Δείπνος» δεσίματος των ψυχών, μιας κοινότητας ανθρώπων με κοινά πιστεύω και αξίες ζωής, με κοινό σκοπό και προορισμό.


Αργά το απόγευμα το Σχολείο άνοιγε διάπλατα τις πόρτες του για να δεχθεί τους προσκεκλημένους της μεγάλης γιορτής. Τα παιδάκια και ο δάσκαλος υποδέχονταν τους συγχωριανούς, τους έδιναν το πρόγραμμα της γιορτής και τους τακτοποιούσαν στα καθίσματά τους. Η χαρά όλων δεν μπορούσε να κρυφτεί, όχι μόνο για τη γιορτή που θα ακολουθούσε αλλά και γιατί βρίσκονταν στο αγαπημένο τους σχολείο από το οποίο οι περισσότεροι κουβαλούσαν όμορφες, ζωηρές μαθητικές και άλλες αναμνήσεις. Εξερευνούσαν κάθε χώρο του, θυμούνταν, συζητούσαν, επιβεβαίωναν πως το σχολείο τους ήταν η καρδιά του χωριού και της ζωής τους.


Πραγματικά, ήταν εντυπωσιακή η προσέλευση των Βουτιανιτών στη σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου. Δεν υπήρχε Βουτιανίτης που να μπορούσε και να μην προσερχόταν στη γιορτή ως θεατής αλλά, ταυτόχρονα, και ως προσκυνητής μνήμης. Ανάμεσα στους καλεσμένους, πάντα πρώτος, με το κουστουμάκι και τη γραβάτα του και το μπλοκάκι των σημειώσεων και το μολύβι στο χέρι, ο αξέχαστος δημοσιογράφος του χωριού (πρύτανης της αγνής, γνήσιας και ανόθευτης δημοσιογραφίας) και εκδότης της τοπικής εφημερίδας «ΒΟΥΤΙΑΝΟΙ» Χριστόφορος Βούλγαρης, στον οποίο χρωστά πολλά όχι μόνο το χωριό του αλλά και όλα τα γειτονικά χωριά, η Σπάρτη και ευρύτερα η Λακωνία, ένα χρέος που ακόμα δεν έχει εξοφληθεί. Όλοι ξέραμε πως στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας του ο κυρ-Χριστόφορος θα είχε αναλυτικότατο ρεπορτάζ για τη γιορτή, που θα έφτανε σ’ όλον τον κόσμο, παντού όπου υπήρχαν Βουτιανίτες και συνδρομητές της εφημερίδας του.


Η σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου ξεκίναγε πάντα με ένα καλωσόρισμα, ακολουθούσαν, από σκηνής, τα ποιήματα των παιδιών, συνοδεία της κιθάρας μου τραγουδούσαμε πατριωτικά τραγούδια και ύστερα παρουσιαζόταν το θεατρικό έργο που είχαμε επιλέξει και δουλεύαμε επί τόσους μήνες. Τα παιδάκια απέδιδαν υποδειγματικά τους ρόλους τους (μερικά έπαιζαν, αναγκαστικά, διπλούς ρόλους και κάποιες φορές ενισχυόμαστε και από μικρά παιδάκια που δεν έρχονταν ακόμα στο σχολείο, αλλά ήθελαν να παίξουν ως κομπάρσοι δίπλα στα άλλα παιδιά, τα αδέρφια και τους φίλους τους).


Και να σκεφτεί κανείς πως τα παιδάκια αυτά, δεν είχαν μόνο τους ρόλους τους, αλλά στο τέλος κάθε σκηνής γίνονταν μαζί με το δάσκαλο και φροντιστές σκηνής, αλλάζοντας τα σκηνικά και τα ντεκόρ, αλλάζοντας ενδυμασίες, κάνοντας εναλλάξ τον υποβολέα κλπ, κλπ. Είχαν δε τόσο ενστερνισθεί τους ρόλους και την ευθύνη τους για την επιτυχία της παράστασης, ώστε, στα πλαίσια της ηλικίας τους, έφθαναν σε υψηλά επίπεδα ερμηνειών που καθήλωναν και συνήρπαζαν του θεατές. Θυμάμαι, σε μια παράσταση που παίζαμε το «Καπετάν Βλαχάβα», την ώρα που οι Τούρκοι έσερναν τραβολογώντας, σιδηροδέσμιο, τον ηρωικό κλεφταρματωλό και του τσάκιζαν τα χέρια πάνω σ’ ένα κούτσουρο, η μάνα του παπα-Βλαχάβα (του μαθητή, δηλαδή, που υποδυόταν τον ήρωα) είχε τόσο πολύ πιστέψει σ’ αυτά που έβλεπε, ώστε ασυνείδητα και αυθόρμητα σηκώθηκε από τη θέση της και άρχισε να φωνάζει και να απειλεί του Τούρκους-μαθητές που βασάνιζαν το παιδί της!!! Άξια και πανάξια παιδιά άξιων και πανάξιων γονέων, που συνεχίζουν, ως μεγάλοι πλέον, να έχουν τον αδαμάντινο χαρακτήρα που διαμόρφωσαν στα πιο τρυφερά τους χρόνια. Ήταν μάλιστα αυτή η αξιοσύνη τους που παρέσυρε και μένα, να επιλέγω (με τη σύμφωνη γνώμη τους πάντα) έργα απαιτήσεων, που ξέφευγαν από τα όρια ενός απλού σχολικού θεατρικού σκετς. Είχαμε, π.χ. παρουσιάσει τα θεατρικά δράματα του Σπυρίδωνος Περεσιάδου «Εσμέ η Τουρκοπούλα» και «Ο χορός του Ζαλόγγου», τα οποία γοήτευσαν το κοινό κι έμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη όσων τα παρακολούθησαν αλλά και στη μνήμη των μαθητών που τα ερμήνευσαν.
Μετά το πέρας της γιορτής, που πάντα τελείωνε μέσα σε γενική επιτυχία και ικανοποίηση, αποχωρούσαν ΟΛΟΙ γεμάτοι ψυχικά απ’ αυτήν την επικοινωνία, έχοντας ενστερνισθεί ως τα τρίσβαθα της ψυχής τους τα μηνύματα της Επανάστασης του 1821 αλλά και τη σύνδεσή της με το «σήμερα» των Ελλήνων.

Τα φώτα του σχολείου έσβηναν, σφάλιζαν και οι πόρτες και ο καθένας τραβούσε για το σπίτι του. Την άλλη μέρα, ο δάσκαλος με τα παιδιά θα είχαν να συμμαζέψουν τις αίθουσες και ν’ αρχίσει και πάλι το καθημερινό σμίλεμα στον γρανίτη της Γνώσης.
Αργότερα, το βράδυ, ως έχων την ονομαστική μου εορτή, δεχόμουν κι άλλη αγάπη από τους μαθητές μου και τις οικογένειές τους, που έρχονταν στο σπίτι μου στη Σπάρτη για να μου ευχηθούν ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.
Πώς, λοιπόν, να λησμονήσω ποτέ αυτές τις επετείους της 25ης Μαρτίου εκεί στους Βουτιάνους και πώς να μην τις έχω ακριβές και πάντα πρώτες μέσα στην καρδιά μου;
Καλή Εθνική Επέτειο!!!
Χρόνια Πολλά!!!
Σπάρτη 22-3-2023
Βαγγέλης Μητράκος

Σχετικές δημοσιεύσεις