Ο Θεριστής στην Μπαρμπίτσα (900 περίπου μέτρα υψόμετρο) «έπιανε» …και λίγο από Αλωνάρη! Τα στάρια αργούσαν να γίνουν στο βουνό. Η μάνα μας είχε θερίσει ―πολλές φορές με «δανεικαριά» με άλλες γυναίκες― και ο πατέρας έδενε τα δεμάτια κανά δυο πρωινά, αφού είχε φτιάξει πρώτα τα «δεματικά» και τα είχε βάλει στο νερό, στη «λούμπα» του Πετράκη, για να μην κόβονται και σπάνε!
Με τη δύση του ηλίου, φορτώσαμε τα μουλάρια με δεμάτια κι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε για το χωριό· τ’ αλώνι ήταν δίπλα στο σπίτι. 20 τ’ Αλωνάρη!
Πιάσαμε… την «κολοσάρα», δίπλα από την «τραγάνα» του Ρήγα (Ασημακόπουλου), για να πάρουμε το μονοπάτι που οδηγεί στους Πλατάνους, όπου και τα Νταλιανέικα «κονάκια».
Στο χαντάκι, στη «δέση» με του Ρεμούση το βαρικό, συναντήσαμε τον Πέτρο Καλύβα ν’ ανηφορίζει βιαστικά μ’ ένα μπουκάλι λάδι στα χέρια και λίγα κεριά· πήγαινε στον Άγιο Πέτρο, το μικρό εκκλησάκι που είναι χτισμένο πάνω στον κατεστραμμένο από εκατοντάδες χρόνια Ιερό και Μαντείο της Ερυκίνης Αφροδίτης, στην Κοντοβάζαινα!
― Πόλεμος! Δεν το μάθατε; λέει στον πατέρα μου ο Πέτρος.
― Πού να το μάθουμε; (Ραδιόφωνο δεν υπήρχε στο βουνό! Κανείς δεν είχε.)
Ο Πέτρος Καλύβας ήταν εμποροράφτης, σώγαμπρος από τη Βάχλια στην Κοντοβάζαινα, γαμβρός των Νταλιαναίων (Κανελλακαίων). Καλλιτέχνης σωστός στην ανδρική ενδυμασία, κυρίως των ένστολων, οι οποίοι έρχονταν πολλές φορές από μακριά για να ραφτούν! Και ο Κώστας, ο γιος του (ο εν ζωή ιδρυτής της εφημερίδας «Γορτυνία»), υπήρξε έφεδρος ανθυπολοχαγός την αποφράδα εκείνη ημέρα της 20ής Ιουλίου 1974!
― Πόλεμος! Οι Τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο! Επιστράτευση! Μέχρι και οι τεταρτοπαιδίτες!
Ο πατέρας μας είχε ζήσει τον πόλεμο στο Γράμμο· ήταν σκληρός· ανελέητος πόλεμος. Του είχε αφήσει πληγές· στο σώμα και την ψυχή! Πόλεμο, όμως, με τους Τούρκους δεν είχε ζήσει· ούτε, ξέρω, πώς τον φανταζόταν εκείνη την ώρα· μόνο το πρόσωπό του θυμάμαι που σκυθρώπιασε.
Αποχαιρετιστήκαμε με τον αείμνηστο Πέτρο Καλύβα, που βιαζόταν ν’ ανηφορίσει το βουνό (χρειαζόταν ακόμη μισή ώρα και είχε ήδη «μουρτσώσει») για να φθάσει στη «διχάλα» του Αφροδισίου, όπου και ο Ι.Ν. του Αγίου Πέτρου, και το βήμα το δικό μας συντόμευσε (τα μουλάρια φορτωμένα δεμάτια δεν ήπιαν ούτε νερό στο ρέμα στους Πλατάνους!). Μισή ώρα ακόμα και είχαμε φθάσει στ’ αλώνι, στο σπίτι!
Ξεφορτώσαμε τα δεμάτια και μεταβήκαμε στο Κανελλακέικο σπίτι, στην Αγία Βαρβάρα, στη βρύση, για να πάρουμε και νερό!
Ο Σωτήρης (Σωτηράκη τον έλεγαν οι γείτονες, μα και οι κατωχωρίτες), γιος του Γιώργη Κανελλάκη (δάσκαλου και τελώνη ένα διάστημα στο Κατάκολο και αδερφού της γιαγιάς μου), ήταν μοναδικός γραμματιζούμενος στο επάνω χωριό, κατέβαινε στην αγορά, διάβαζε εφημερίδα και άκουγε ραδιόφωνο.
Οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες το βράδυ της 20ής Ιουλίου 1974, τα νέα, όμως, στο χωριό, έφθαναν αργά αργά.
Έλειπαν κάτι μήνες για να κλείσω τα δώδεκά μου χρόνια, είχα, όμως, τελειώσει τον Ιούνιο το Δημοτικό, αλλά δεν πολυκαταλάβαινα. Η αγωνία των απλών αγράμματων ανθρώπων (κυρίως συγγενών και γειτόνων) που είχαν κατακλύσει το Κανελλακέικο σπίτι, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για πανηγυρισμούς.
Ο Σωτηράκης «προσποιήθηκε» πως η πτώση του καθεστώτος θα καταργούσε τη Δωρεάν Παιδεία και δήλωνε αβέβαιος για την επιστροφή του Βασιλιά, που ήταν και αυτό ερώτημα της ημέρας, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι εκεί δεν είχαν «συμφιλιωθεί» με την ιδέα της «Προεδρικής Δημοκρατίας», την οποία είχαν με Συντακτική Πράξη «εγκαθιδρύσει» την 1η Ιουνίου 1973 οι πρωταίτιοι!
Το βράδυ της 20ής Ιουλίου 1974, κάπως έτσι τελείωνε. Με επιφυλάξεις για το τι ξημερώνει η επόμενη ημέρα!
Μετά δυο – τρεις ημέρες, και όσο η γενική επιστράτευση δεν έπαιρνε το χαρακτήρα πανεθνικής κινητοποίησης και στην Αθήνα έφθανε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο πατέρας μου (και πάλι στο βουνό, «στο μεσιανό δέντρο», λίγο πιο κάτω από τον Άγιο Πέτρο) συνάντησε τον Βαρδοκώστα και μιλούσαν για κάποιον «γέρο».
― «Ήρθε ο Γέρος;» ρώτησε τον Κώστα ο πατέρας μου.
Μια ικανοποίηση διέτρεξε τα πρόσωπά τους, στο άγγελμα της επανόδου του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η αγωνία, όμως, για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, υπήρξε εμφανής στα πρόσωπα και των δύο ξωμάχων, με μια «αραχνοΰφαντη», τάχα, ελπίδα πως, για τούτο, θα κάνει κάτι αυτός ο «γέρος», ο παλαίμαχος πολιτικός της ΕΡΕ!
Ήταν 24 Ιουλίου του 1974.
Δημήτρης Χαρ. Μητρόπουλος