Willy Brandt – Η Οστπολιτίκ και το Νόμπελ Ειρήνης

  • Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΟΥΛΙΩΝΗ

Το 1969 οι Σοσιαλδημοκράτες επιστρέφουν στη διακυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας με καγκελάριο τον εμβληματικό Willy Brandt, σάραντα χρόνια μετά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όταν η τότε κυβέρνηση των σοσιαλιστών υπέγραψε την Συνθήκη των Βερσαλιών στις 28 Ιουνίου 1919.


Κατά τη διάρκεια της καγκελαρίας του, ο Brandt επιδίωξε την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Μόσχα, με απώτερο σκοπό τη βελτίωση των σχέσεων της Γερμανίας με τις κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η Οστπολιτίκ του Brandt ήταν ένα βήμα προς την κατεύθυνση της ειρήνευσης, ώστε η Γηραιά ήπειρος να μην γίνει ξάνα έρμαιο πολεμικών συγκρούσεων.


Στις 11 Δεκεμβρίου 1971 απονέμεται στον Willy Brandt το Νόμπελ Ειρήνης για την Οστπολιτίκ του. Η ομιλία τού ιστορικού ηγέτη κατά την τελετή απονομής τού βραβείου είναι ακόμα επίκαιρη και υπογραμμίζει πως η καταφυγή στον πόλεμο είναι ultimum iratio, ο έσχατος παραλογισμός δηλαδή. Αν και παλαιό κείμενο, οι αναφορές του είναι ανατριχιαστικά επίκαιρες σε μια εποχή που η παγκόσμια ασφάλεια κρέμεται από μια κλωστή, με τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο και τη σύγκρουση στη Λωρίδα της Γάζας να είναι μία οδυνηρή υπενθύμιση ότι ανά πάσα στιγμή η ανθρώποτητα μπορεί να βυθιστεί στον όλεθρο. Ο Brandt αναφέρεται στον γερμανό φιλόσοφο Καντ που προειδοποιεί: «Θα έρθει μια μέρα που ο άνθρωπος θα πρέπει να επιλέξει, είτε να συνασπισθεί κάτω από έναν αληθινό νόμο των εθνών, είτε να καταστρέψει τον πολιτισμό που έχει δημιουργήσει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Τότε, η αναγκαιότητα θα τον υποχρεώσει να κάνει, ό,τι έπρεπε να είχε κάνει εδώ και πολύ καιρό με τη δική του ελεύθερη επιλογή».


Ο ανθρωπισμός, η κλασική φιλοσοφία και ο σοσιαλισμός κατά τον Brandt είναι οι πηγές δύναμης της ανθρωπότητας που θα της επιτρέψουν να αναπτύξει την κοινωνική δικαιοσύνη, με τους ηθικούς νόμους να βρίσκουν εφαρμογή μεταξύ όχι μόνο των πολιτών αλλά και των κρατών. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ευρώπη περνά σε φάση ανασυγκρότησης, ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ Ανατολής-Δύσης φέρνει την ανάγκη μιας Realpolitik, την οποία ο Brandt προσδιορίζει ως απαίτηση για ειρήνη, επειδή η απουσία της ειρήνης σημαίνει ακραία έλλειψη λογικής.


Ο Γερμανός Καγκελάριος οραματίστηκε μια ενωμένη Ευρώπη στην οποία θα προσπαθήσουν τα κράτη να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους με αμοιβαία συνεργασία, αλλά και να οικοδομήσουν μέσω πρακτικών διευθετήσεων την εμπιστοσύνη με το τότε αντίπαλο σοβιετικό μπλοκ. Υποστήριζε ότι ο κόσμος δεν μπορεί να κυβερνηθεί μόνο από την Ουάσιγκτον ή τη Μόσχα, η Ευρώπη έπρεπε να πρωταγωνιστήσει και εκείνη ως μια ενιαία και αδιαίρετη δύναμη.


Έθεσε ως προϋποθέσεις για την ενωμένη Ευρώπη, τον σεβασμό των ταυτοτήτων των εθνών κρατών και τη δημιουργία ισορροπίας μεταξύ τους, όχι μόνον στρατιωτική, αλλά κάτι παραπάνω από αυτό. Την απόρριψη της βίας και την απειλή της χρήσης βίας στις σχέσεις μεταξύ των κρατών, τον έλεγχο των όπλων και την μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Να γίνει σεβαστή η μη ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών, να υπάρξει ανοχή και ελεύθερη σκέψη, ώστε η Ευρώπη να εξελιχθεί τελικά σε πολιτιστική κοινότητα. Υπογραμμίζει τον κίνδυνο των ομάδων πίεσης που ως «ιερό καθήκον» έχουν την αξίωση το δόγμα τους να υπερισχύσει έναντι των άλλων δογμάτων, αγνοώντας τις αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης. Μια πολιτική για την ειρήνη θα τους αναγκάσει να διαπιστώσουν ότι ούτε οι ιδεολογίες, ούτε τα κράτη είναι αυτοσκοποί, αλλά είναι τα εργαλεία να υπηρετήσουν το άτομο στην προσπάθειά του να ζήσει τη ζωή του με νόημα.


Με τις πανανθρώπινες αξίες της ελεύθερης βούλησης, της αυτοδιάθεσης και της ειρήνης να θυσιάζονται στον βωμό του «εθνικού συμφέροντος» και του «δίκαιου πολέμου» (βλέπε Ισραήλ), επίκαιρος όσο ποτέ ο Brandt κλείνει τον λόγο του λέγοντας: «Είθε όλοι όσοι έχουν τη δύναμη να διεξάγουν πόλεμο, να έχουν τη λογική για να διατηρήσουν την ειρήνη».

Σχετικές δημοσιεύσεις