Το θέατρο της Δευτέρας

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
  • Του Ι.Γ. Ασημακόπουλου

Καλοκαίρι. Το σχολείο είχε κλείσει εδώ κι ένα μήνα. Είπε πως θα χόρταινε παιχνίδι με τ’ άλλα τα παιδιά, αλλά τζίφος. Δουλειές, κόλαση. Σαν τελείωσαν το θέρο και το αλώνισμα, και  συνεμπάσανε καρπό και φάγνα στις αποθήκες και στους αχυρώνες, λογάριασε πως ήρθε η ώρα για ξεκούραση και παιχνίδι.  Χα… χα… χα!

Ποια ξεκούραση; Κάθε πρωί, σχεδόν  αχάραγο, έτρεχε στον κάμπο να βγάλει τα πρόβατα για βοσκή καμιά δυο ώρες, γιατί μετά έπιανε ζέστη και στάλιζαν στη σκιά του μεγάλου πλατάνου. Το μεσημέρι γύριζε σπίτι για φαγητό και σαν έγερνε ο ήλιος, πάλι στον κάμπο να πάει τα ζωντανά να πιούν νερό στο ποτάμι και μετά στη βοσκή, μέχρι το σούρουπο, οπότε τα έκλεινε στο φρουτζιάτο (μαντρί), κι έφευγε για το σπίτι, όπου σαν έφτανε είχε νυχτώσει για τα καλά.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ2

Η μάνα του ετοίμαζε κάτι να φάει και τον πίεζε να κοιμηθεί νωρίς λόγω του φόρτου της ημέρας. Γκρινιάζοντας έπεφτε στο μεγάλο κρεβάτι στη σάλα. Άνοιγε τέντα τα παράθυρα και τη μπαλκονόπορτα να μπαίνει ο δροσερός αέρας της νύχτας και τυλιγόταν με το δροσερό σεντόνι. Εκείνη την ώρα έβγαζε το μικρό τρανζιστοράκι που του είχε φέρει ο αδερφός του, από το πρώτο του ταξίδι στα καράβια. Ήταν η μόνη του διασκέδαση όταν πήγαινε στον κάμπο με τα ζώα αλλά και τα βράδια πριν κοιμηθεί…

Έλα που η μάνα καιροφυλακτούσε… Στην αρχή του το ’λεγε γλυκά, αλλά στο τέλος το απαιτούσε χωρίς περιστροφές…

«Γιάννη μου κλείστο το ρημάδι. Το πρωί δεν θάχεις ξυπνημό και πρέπει να φύγεις νωρίς να πας στα ζωντανά… Τι ακούς νυχτιάτικα; Κλείσε το!!!»

«Καλά ρε μάνα. Θα το κλείσω…»

«Τώρα να το κλείσεις. Κοντεύουν μεσάνυχτα. Κλείστο ακούς;»

«Καλά… σου είπα θα το κλείσω…»

ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ1

Η μάνα του άκουγε σαν λύκος. Έπιανε ακόμα και τους ελάχιστους ψιθύρους από το διπλανό δωμάτιο, αλλά αυτός είχε βρει το κόλπο. Χαμήλωσε ακόμα περισσότερο την ένταση. Έβαλε το ραδιοφωνάκι από κάτω. Κόλλησε το αυτί του επάνω. Πάνω από το κεφάλι του έβαλε το μεγάλο μαξιλάρι και η μάνα άκουγε τα τριζόνια που είχαν συναυλία έξω και τα σκυλιά που γάβγιζαν στην αυλή…

Ειδικά απόψε ήταν ικανός να πηδήξει από το παράθυρο για ν’ ακούσει ραδιόφωνο. Είχε «το θέατρο της Δευτέρας»… Είχε πάλι Γρηγόρη Ξενόπουλο. Τον λάτρευε τον Ξενόπουλο. «Φοιτηταί». «Φωτεινή Σάντρη», «Στέλα Βιολάντη», «Ο ποπολάρος», «το Φιόρο του Λεβάντε», «το μυστικό της κοντέσας Βαλαίρενας»… Θεέ μου τι μαγεία! Ήταν υπέροχο το θέατρο. Το ζούσε. Το λαχταρούσε. Κορίτσια κι αγόρια,   γέλια, τραγούδια, έρωτες, απογοητεύσεις, πίκρες, κλάματα… Αγαλλίαζε η ψυχούλα του… Ξέφευγε το μυαλό του από τη μίζερη καθημερινότητα που ήταν φυλακισμένος, στο όρια του μικρού χωριού και του μικρού κάμπου που φρόντιζε τα λίγα ζωντανά. Πέταγε σ’ άλλους τόπους. Σ’ άλλους κόσμους. Άγνωστους… Όμορφους…

«Το θέατρο της Δευτέρας» στο ραδιόφωνο είχε μπει και είχε ομορφύνει τη ζωή του. «Το θέατρο της Δευτέρας» στο ραδιόφωνο ήταν ένα παράθυρο στην παιδική του φαντασία. Ήταν ένας άλλος δρόμος που ανοιγόταν μπροστά του, που δεν γνώριζε και ονειρευόταν να διαβεί. Να γνωρίσει…

Σ.Σ: Το παραπάνω χρονογράφημα είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στην παγκόσμια ημέρα ραδιοφώνου που είναι σήμερα 13 Φλεβάρη. Για τη γενιά μου το ραδιοφωνάκι ήταν κάτι το ονειρικό. Εγώ στάθηκα τυχερός γιατί ήταν το πρώτο δώρο του αδελφού μου που άγουρος ακόμα ταξίδεψε στα καράβια. Σαν μεγάλωσα είχα την τύχη να κάνω κι εγώ, επι δέκα χρόνια περίπου ραδιόφωνο (βλέπε φωτογραφία) μέσα από τη φιλόξενη συχνότητα του «Megalopoli fm». Ήταν μεγάλη αγάπη καθώς και μεγάλη εμπειρία…

Σχετικές δημοσιεύσεις