Τα Ιουνιανά (Ιούνιος 1863) Οι ορεινοί και οι πεδινοί

Του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ

Η αποπομπή του Όθωνα
Επιτέλους, ύστερα από πανελλήνια εξέγερση, ο ανεπιθύμητος βασιλιάς Όθων μπήκε στις 12 Οκτωβρίου 1862 στη «σκύλλα», το πλοίο που έθεσαν στη διάθεσή του οι Άγλλοι, και έφυγε για την πατρίδα του, τη Βαβαρία.
«Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους;» ή, ας μας επιτρέψει ο ποιητής την παράφραση, «Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς Βαβαρούς;». Ποιον θα βρίζουμε και ποιον θα κατηγορούμε για αντεθνική πολιτική; Μα θέλει και ρώτημα! Θα τσακωνόμαστε μεταξύ μας. Παλαιά συνήθεια.
Δεν πρόλαβε η εθνική συνέλευση που συνεκλήθη μετά την εκδίωξη του βασιλιά να αρχίσει τις εργασίες της και ο παλιός επαναστάτης αλλά και γενναίος αγωνιστής του ’21 Θεόδωρος Γρίβας, χολωμένος που δεν τον είχαν συμπεριλάβει στην προσωρινή κυβέρνηση, εκίνησε από την Ακαρνανία, επικεφαλής τριών χιλιάδων ατάκτων, να βαδίσει εναντίον της Αθήνας. Η πορεία προς Αθήνας ανεκόπη και η αιματοχυσία απεφεύχθη γιατί ο καπετάν Γρίβας πέθανε ξαφνικά στο Μεσολόγγι.

Ορεινοί και πεδινοί
Αποστολή της εθνοσυνέλευσης, που άρχισε τις εργασίες της τον Δεκέμβριο του 1862, ήταν η αναθεώρηση του συντάγματος και η εξεύρεση βασιλιά. Περισσότερο όμως από την ενασχόληση με το έργο αυτό, την ενεργητικότητα των συνέδρων απορρόφησε η μεταξύ τους φαγωμάρα. Είχαν χωριστεί στους «ορεινούς» και τους «πεδινούς», κατ’ απομίμηση των συνελεύσεων της γαλλικής επανάστασης. Εκεί οι αντιμαχόμενοι είχαν πάρει την ονομασία τους από τη θέση που κατείχαν στην αίθουσα συνεδριάσεων, οι μεν στα επάνω έδρανα (ορεινοί), οι δε στα χαμηλότερα (πεδινοί).
Για τους δικούς μας δίνονται και άλλες εξηγήσεις. Οι υποτακτικοί του Δημητρίου Γρίβα, υιού του θανόντος Θεοδώρου Γρίβα, ονομάστηκαν «ορεινοί» επειδή προέρχονταν από ορεινές περιοχές και, κατ’ αντιδιαστολή, οι οπαδοί του Βούλγαρη ονομάστηκαν «πεδινοί».
Άλλοι, πάλι, λένε ότι οι ορεινοί πήραν αυτή την ονομασία επειδή τους υποστήριζε το ορεινό πυροβολικό, ενώ οι βουλγαρικοί βαφτίστηκαν πεδινοί επειδή τους υποστήριζε το πεδινό πυροβολικό.
Με ψηφοφορία, η εθνοσυνέλευση ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης στην τριανδρία Δημήτριου Βούλγαρη, Μπενιζέλου Ρούφου και Κων/νου Κανάρη, του ήρωα του αγώνα του ’21. Ο Κανάρης γρήγορα παραιτήθηκε γιατί, όπως εδήλωσε, δεν μπορούσε να αντέξει τον αυταρχισμό του Βούλγαρη.
Ο Υδραίος Δημήτριος Βούλγαρης ήταν έντιμος πολιτικός, αλλά αυταρχικός και βίαιος. Δόγμα του ήταν «Όταν είσαι βαριά* βάρα και όταν είσαι αμόνι βάστα». Φορούσε μακρύ και φαρδύ παλτό, αυτό που οι Τούρκοι έλεγαν «τζουμπέ», και απ’ αυτό πήρε και το παρατσούκλι «τζουμπές».
Οι ορεινοί και οι πεδινοί βρίσκονταν σε συνεχή αντιπαράθεση. Κυβερνήσεις σχηματίζονταν και κυβερνήσεις έπεφταν. Τελικώς έγινε κυβέρνηση συνεργασίας από τις δύο παρατάξεις, αλλά η «συνεργασία» συνίστατο κυρίως στην προσπάθεια υπονόμευσης των μεν από τους δε.
Οι πεδινοί του «τζουμπέ», που ήταν μειοψηφία μέσα στην κυβέρνηση «συνεργασίας», επιζητούσαν αφορμή για να επιχειρήσουν ανατροπή των ορεινών.
Και η αφορμή εδόθη.

Ο βιασμός της Γαλλίδας
Δυο-τρεις υπαξιωματικοί ορεινοί κάπου ξεμονάχιασαν μια Γαλλίδα ακροβάτιδα ενός γαλλικού τσίρκου διευθυντή του ιπποδρόμου και τη βίασαν. Ο ιδιοκτήτης του τσίρκου ζητούσε από το ελληνικό κράτος εκ μέρους της υπαλλήλου του το υπέρογκο ποσό των εξήντα χιλιάδων δραχμών ως αποζημίωση για την κακοποίησή της. Υποστηρικτή του είχε τον Γάλλο πρέσβη, που ήξερε καλά το μάθημα: δύο-τρία γαλλικά πολεμικά κάνουν την εμφάνισή τους στον Σαρωνικό και η κυβέρνηση το παίρνει το μήνυμα. Υπέκυψε, λοιπόν, ο υπουργός στις αξιώσεις του Γάλλου διευθυντή του ιπποδρόμου και κατέβαλε το αιτούμενο ποσό.
Οι πεδινοί βρήκαν την ευκαιρία να κατηγορήσουν την κυβέρνηση για αδυναμία, αφενός να επιβληθεί στα εσωτερικά και να συμμαζέψει τους επιλοχίες και εφετέρου να αντισταθεί στις παράλογες απαιτήσεις του Γάλλου. Για αυτό και ζητούσαν την παραίτησή της. Δεν τους πέρασε όμως. Η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης.
Αλλά αν οι ορεινοί υπερτερούσαν στη συνέλευση, υστερούσαν στους δρόμους, όπου οι πεδινοί ξεσήκωναν τον κόσμο με συνεχείς διαδηλώσεις ενάντια στην κυβέρνηση.

Η ληστοκρατία και ο αρχιληστής Κυριάκος
Και μέσα σε αυτήν την αναμπουμπούλα, να ’σου και ο αρχιληστής Κυριάκος, μπαίνει στην Αθήνα με τη συμμορία του και καταλαμβάνει τη Μονή Πετράκη (λεγόταν και Μονή Ασωμάτων) και ταμπουρώνεται μέσα εκεί.
Να πούμε, εν παρενθέσει, ότι η ληστεία ήταν μάστιγα για το ελληνικό κράτος από της συστάσεώς του και επί έναν αιώνα. Οι ληστές δρούσαν μεμονωμένα ή κατά ομάδες. Λήστευαν τους διαβάτες, άρπαζαν τις χρηματοποστολές των δημοσίων ταμείων, συνελάμβαναν ομήρους και ζητούσαν λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Πολιτικοί προστάτευαν τους ληστές για να έχουν την υποστήριξή τους στις εκλογές, αλλά και για να τους έχουν όργανά τους εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων: «Θέλουν να ανατρέψουν την κυβέρνηση;» γράφει ο Εντμόδος Αμπού,** με τις συνήθεις βέβαια υπερβολές του. «Οργανώνουν μια συμμορία, καίνε είκοσι ή τριάντα χωριά στη Βοιωτία ή στη Φθιώτιδα και όλα αυτά χωρίς να το κουνήσουν από την Αθήνα. Όταν έλθει η είδηση ότι κάηκαν τα χωριά, ανεβαίνουν στο βήμα και φωνάζουν: “Ως πότε Αθηναίοι θα υποφέρετε μια κυβέρνηση ανίκανη, που αφήνει να καίγονται τα χωριά”. Από την πλευρά της η κυβέρνηση, αντί να κυνηγήσει τους ληστές και να αναζητήσει τους ενόχους, επωφελείται από την ευκαιρία για να τιμωρήσει εκείνους από τους πυροπαθείς που ψηφίζουν αντιπολίτευση. Αντί για δικαστές, εξαποστέλλει απλώς δημίους…»
Επανερχόμαστε στον αρχιληστή Κυριάκο, που είχε καταλάβει τη Μονή Πετράκη.
Ο υπουργός στρατιωτικών Κορωναίος διέταξε ένα τάγμα να προχωρήσει προς τη μονή και να συλλάβει τους ληστές. Αντί επίθεσης όμως στη Μονή, οι στρατιώτες του τάγματος ενώθηκαν με τους ληστές και άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα κατά της κυβέρνησης.
Ωστόσο, ο υπουργός Κορωναίος κατόρθωσε να συλλάβει τον διοικητή του τάγματος που αποστάτησε, Πέτρο Λεωτσάκο.
Μόλις όμως συνελήφθη ο Λεωτσάκος, υπαξιωματικοί του τάγματος συνέλαβαν και κράτησαν ως ομήρους τους υπουργούς Αλέξανδρο Κουμουνδούρο και Δημήτριο Καλλιφρονά, ζητώντας να τους ανταλλάξουν με τον διοικητή τους.
Η κυβέρνηση (κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου) υπεχώρησε στον εκβιασμό των ληστών για ανταλλαγή. Είχε όμως αντληφθεί πλέον ότι δεν είχε να κάνει μόνο με τους ληστές του Κυριάκου, αλλά με τους πεδινούς του Βούλγαρη, που επιδίωκαν την κατάκτηση της εξουσίας. Σε σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου στις 18 Ιουνίου 1863 αποφασίστηκε να δράσει χωρίς αναβολή, παρόλον ότι οι πεδινοί υπερτερούσαν σε στρατιωτική δύναμη. Υπελογίζετο ότι διέθεταν δύο χιλιάδες άντρες (στρατιώτες, χωροφύλακες και ληστές), ενώ οι στρατιώτες της κυβέρνησης δεν υπερέβαιναν τους πεντακόσιους. Η κυβέρνηση όμως είχε με το μέρος της την εθνοφυλακή. Η εθνοφυλακή απαρτιζόταν από ένοπλους πολίτες και φοιτητές και είχε αποστολή να επικουρεί τον στρατό στην τήρηση της τάξεως.

Οι εχθροπραξίες και η επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων
Το πρωί της 19ης Ιουνίου άναψε το ντουφεκίδι. Δεν υπήρχε μέτωπο πολέμου. Σε όλη την πόλη διεξάγονταν μάχες, στους δρόμους, τις πλατείες, παντού. Μαχητές της ίδιας παράταξης αλλού ήσαν αμυνόμενοι και αλλού επιτιθέμενοι.
Οι ορεινοί είχαν οχυρωθεί γύρω από τα ανάκτορα, που ήταν θέση κατάλληλη για άμυνα. Οι πεδινοί επιτέθησαν. Η άμυνα των ανακτόρων άντεξε, αλλά εφονεύθη ο αρχηγός της φρουράς, ο Αριστείδης Κανάρης, γιος του ήρωα του αγώνα Κων/νου Κανάρη.
Ο λήσταρχος Κυριάκος, σύμμαχος των πεδινών, κτύπαγε με τους συμμορίτες του τους ορεινούς. Περισσότερο όμως «κτύπαγε» τα σπίτια. Ορμούσε μέσα και άρπαζε ό,τι αντικείμενο αξίας εύρισκε.
Σφοδρές μάχες διεξάγονταν στην οδό Αιόλου μπροστά στην Εθνική Τράπεζα, που την κατείχαν οι πεδινοί. Οι μάχες έφταναν μέχρι την Ομόνοια, που την είχαν καταλάβει οι ορεινοί.
Η αλληλοσφαγή κράτησε τρεις ημέρες. Και θα συνεχιζόταν, αν δεν επενέβαιναν οι αντιπρόσωποι των τριών μεγάλων δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Απείλησαν ότι αν δεν σταματήσουν οι εχθροπραξίες, θα εγκαταλείψουν τη χώρα.
Μπροστά στον κίνδυνο λοιπόν να μας εγκαταλείψουν οι «προστάτιδες δυνάμεις» και να μας αφήσουν και χωρίς βασιλιά –είχε βρεθεί ο πρίγκηπας Γεώργιος της Δανίας– οι αντιμαχόμενοι σταμάτησαν τον πόλεμο.
Το αποτέλεσμα της τριήμερης αιματηρής διαμάχης ήταν πάνω από 200 νεκροί και τραυματίες. Χώρια οι υλικές ζημίες, που τις υπέστησαν κυρίως οι άμαχοι.
Αυτά ήσαν τα «Ιουνιανά», όπως ονομάστηκαν κατά τη συνήθεια που έχει επικρατήσει οι εμφύλιες δυναμικές αντιπαραθέσεις, ενίοτε και αιματηρές, να παίρνουν όνομα από τον μήνα που έχουν συμβεί. Αναφέρονται τα «Ιουλιανά», τα «Νοεμβριανά», τα «Δεκεμβριανά» κ.ά.

Η Ομόνοια
Η πλατεία όπου εκηρύχθη η συμφιλίωση μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων μετονομάστηκε τότε (το 1863) από πλατεία Όθωνος σε πλατεία Ομονοίας. Είναι η «Ομόνοια», γνωστή σε όλους, Αθηναίους, επαρχιώτες και μετανάστες. Η ιστορική πλατεία έχει αλλάξει πολλές φορές όψη, ανάλογα με τις κυκλοφοριακές ανάγκες της πόλης και τις αισθητικές αντιλήψεις των αρμοδίων.
Πρόσφατα, ο δήμος Αθηναίων πραγματοποίησε για μία ακόμη φορά έργα αναμόρφωσης της πλατείας, στην οποία επέστρεψε το συντριβάνι.

Σημειώσεις:

* Βαριά: μεγάλο σιδερένιο σφυρί του σιδερά.

** Εντμόδος Αμπού, Γάλλος αρχαιολόγος που ήλθε στην Ελλάδα το 1853. Αντί να ασχοληθεί με την αρχαιολογία, ασχολήθηκε με την Ελλάδα της εποχής του και ειδικότερα με τη ληστοκρατία. Ήταν πνευματώδης συγγραφέας και καρπός της συγγραφικής του δραστηριότητας όσον αφορά τη χώρα μας είναι τα έργα του «Η Ελλάδα του Όθωνα» και «Ο βασιλεύς των ορέων» (μυθιστόρημα).

Πηγές:
• Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος έκτος, συμπλήρωση από Παύλο Καρολίδη.
• Γεώργιος Ασπρέας, «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος».
• Εντ. Αμπού, «Η Ελλάδα του Όθωνα».