
Το ιστορικό και γραφικό χωριό μου, η Τριποταμιά (Μπέλεσι) Γορτυνίας, που βρίσκεται πλησίον της συμβολής των ποταμών Ερυμάνθου και Λάδωνα στον Αλφειό, αποτελούσε, ως εκ της θέσεώς του, κατά την περίοδο του Εμφυλίου, το πέρασμα και τον ολιγοήμερο σταθμό για ανεφοδιασμό, απολογισμό και αναδιάταξη των εμπόλεμων παρατάξεων, ιδιαίτερα των ανταρτικών δυνάμεων, κατά τις αλλεπάλληλες και λυσσαλέες πολεμικές επιχειρήσεις τους για την κατάληψη της Ζαχάρως Ηλείας, που σθεναρά την υπεράσπιζε το θρυλικό απόσπασμα του Ζάρα.
Μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα του 1949, οι κάτοικοι της Τριποταμιάς δεχτήκαμε, με ανείπωτη χαρά και άκρατο ενθουσιασμό, το ευχάριστο μαντάτο πως στη γέφυρα του Ερυμάνθου, δύο περίπου χιλ. από το χωριό, και προς την πλευρά της Ηλείας, είχε φτάσει και είχε στρατοπεδεύσει τμήμα της Ενάτης Μεραρχίας του Εθνικού Στρατού, που είχε αναλάβει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο των ανταρτικών αποσπασμάτων.
Ο ενθουσιασμός και το πανηγυρικό κλίμα που επικρατούσε από το γεγονός αυτό στους κατοίκους του χωριού δεν οφειλόταν στα ιδεολογικά πιστεύω τους υπέρ της μιας ή της άλλης εμφύλιας παράταξης, αλλά κυρίως πήγαζε και εκπορευόταν από την κοινή και καθολική επιθυμία μας να τελειώσει ο εμφύλιος σπαραγμός, που τόσα δεινά είχε επιφέρει στη χώρα και τον πληθυσμό της.
Το άκουσμα ότι στη γέφυρα του Ερυμάνθου είχε φτάσει η Ενάτη Μεραρχία ξεσήκωσε κυριολεκτικά και το παιδομάνι του χωριού και οι πιο ζωηρότεροι και τολμηροί τρέξαμε και σε ελάχιστο χρόνο βρεθήκαμε στη γέφυρα του Ερυμάνθου με τις τέσσερες καμάρες, όπου και με θαυμασμό αντικρίσαμε από κοντά τα παραταγμένα δεξιά του δρόμου στρατιωτικά οχήματα και τους φαντάρους να μεταφέρουν στο από τα δεξιά υψούμενο βουνό τον οπλισμό και τα εφόδιά τους και να καταλαμβάνουν επίκαιρες πολεμικές θέσεις.
Βλέποντας οι δεκαπέντε έως είκοσι περίπου πιτσιρικάδες, που είχαμε φτάσει εκεί, το ιδιαίτερα εντυπωσιακό για την ηλικία μας αυτό θέαμα, προσφερθήκαμε αμέσως αυτόβουλα και χωρίς δισταγμό να βοηθήσουμε τους φαντάρους, οι οποίοι μας υποδέχτηκαν με φιλόφρονα συναισθήματα και μας εμπιστεύτηκαν να τους βοηθήσουμε στη μεταφορά των εφοδίων τους. Ζαλωθήκαμε, λοιπόν, τους γυλιούς και ακολουθώντας τους φαντάρους αρχίσαμε να ανεβαίνουμε το βουνό και στο ύψος των εκατό με εκατόν πενήντα περίπου μέτρων, με τις οδηγίες του επικεφαλής αξιωματικού, τοποθετούσαμε το πολύτιμο φορτίο στον κατάλληλο χώρο, πλημμυρισμένοι από χαρά και ενθουσιασμό για την μικρή αλλά τόσο συμβολική αυτή προσφορά μας στην καθημαγμένη πατρίδα μας…
Το ανεβοκατέβασμα στο βουνό, μεταφέροντας τους γυλιούς, κράτησε ως αργά το απόγευμα, χωρίς να καταλαβαίνουμε τις ώρες που περνούσαν και χωρίς να νιώθουμε κούραση. Όταν τελείωσε η πρωτόγνωρη για την ηλικία μας αυτή «επιχείρηση», ένας ευσταλής αξιωματικός με τρία αστέρια στις επωμίδες του, αφού μας ευχαρίστησε και μας συνεχάρη για την αυθόρμητη αυτή προσφορά μας, μας μίλησε με θερμά πατριωτικά λόγια για το εθνικό χρέος που είχαν αναλάβει και εκτελούσαν με αυταπάρνηση. Στη συνέχεια, αφού με εντολή του μας μοίρασαν από μία κουραμάνα στον καθένα, μας παρακάλεσε να αναχωρήσουμε για τα σπίτια μας προτού νυχτώσει.
Τα φλογερά πατριωτικά λόγια του λοχαγού άγγιξαν βαθιά τις παιδικές μας ψυχές και πλημμύρισαν την καρδιά μας από αισιόδοξα και ελπιδοφόρα για τη χώρα μας συναισθήματα, το δε ανεκτίμητο για μας τότε δώρο που μας έκαναν, η κουραμάνα, που για πρώτη φορά είδαμε και γευτήκαμε, αποτέλεσε στη μετέπειτα ζωή μας σημείο αναφοράς και γλυκιά ανάμνηση…
Με το πολύτιμο δώρο στην αγκαλιά, -πρώτη φορά βλέπαμε άσπρο και αφράτο ψωμί- την κουραμάνα, και την άφατη χαρά που μας διακατείχε από την ονειρική αυτή εμπειρία μας, πήραμε το δρόμο για το χωριό, όπου με αγωνία μας περίμεναν οι δικοί μας, οι οποίοι μας υποδέχτηκαν με ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους την ανακούφιση, τη χαρά αλλά και την υπερηφάνεια για το εγχείρημά μας αυτό. Η μητέρα μου, θυμάμαι, τεμάχισε σε μερίδια την αφράτη κουραμάνα και τη μοίρασε σε όλη την οικογένεια, που είχε να φάει σιταρένιο ψωμί πριν από τον πόλεμο του ΄40. Οι μικρότεροι στην ηλικία για πρώτη φορά τρώγαμε ψωμί από σιτάρι. Από την κήρυξη του πολέμου και μέχρι τη λήξη του Εμφυλίου, το καθάριο ψωμί, όπως ονομαζόταν τότε το παρασκευασμένο από σιταρένιο αλεύρι, το είχαν ελάχιστες μόνο οικογένειες. Ορισμένες οικογένειες έτρωγαν σμιγαδένιο ψωμί (ανάκατο αλεύρι από κριθάρι και σιτάρι), ενώ η πλειονότητα των κατοίκων παρασκεύαζε ψωμί από αραποσίτι (μπομπότα), καλαμπόκι (ήταν διαφορετικό από το αραποσίτι), κριθάρι, σίκαλη, αλλά και από λούπινο, λαθούρι και αποξηραμένα αγκόρτσα (άγρια αχλάδια) οι πιο φτωχοί.
Η κουραμάνα της Ενάτης Μεραρχίας, για μας τους μικρούς τότε, θεωρήθηκε ως ο καλύτερος οιωνός για τους καινούργιους ορίζοντες που ανοίγονταν μπροστά μας για τη μόρφωσή μας, τον επαγγελματικό μας προσανατολισμό και τις σπουδές μας.
Σωκράτης Παν. Μάσσιας
φιλόλογος
socratis.massias@gmail.com
