![](https://proinosmorias.gr/wp-content/uploads/2023/07/ΑΛΩΝΙ-ΣΤΟ-ΣΧΟΛΕΙΟ-ΤΟΥ-ΧΩΡΙΟΥ-840x630.jpg)
- Ο θέρος και το αλώνισμα στις Κολλίνες Αρκαδίας
«Παίρνω το δρεπανάκι μου, να πάω για ξένο θέρο…» τραγουδά ο κύριος Κωνσταντίνος Χριστάκης από τις Κολλίνες Αρκαδίας, νοσταλγώντας στιγμές από το θέρισμα και το αλώνισμα μιας άλλης εποχή χωρίς μηχανές, όπου το ανθρώπινο χέρι και τα ζώα έπαιζαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην αγροτική εργασία.
«Για εμάς ήταν διασκέδαση το θέρισμα. Παρά τον καύσωνα, τραγουδούσαμε όλη την ώρα. Θερίζαμε πρώτα τα δικά μας χωράφια και μετά πηγαίναμε και σε άλλων, για μεροκάματο» θυμάται ο κ. Χριστάκης.
«Από την αρχή του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή»
Από το σιτάρι βγαίνει το ευλογημένο ψωμί, λέει ο λαός και η σπορά των δημητριακών είτε για οικιακή χρήση είτε για το τάισμα των οικόσιτων ζώων ήταν πρωταρχικό μέλημα κάθε νοικοκυριού, τα παλαιότερα χρόνια.
Το σιτάρι είχε την τιμητική του και όταν τα στάχυα του άρχισαν να «χρυσίζουν» στα χωράφια, είχε έρθει πλέον ο καιρός τους, να θεριστούν. Ο Ιούνιος, ο επονομαζόμενος και «Θεριστής» ήταν ο μήνας, που ξεκινούσε ο θέρος στις Κολλίνες Αρκαδίας. Ορδές κόσμου, άνδρες, γυναίκες, νεαρά κορίτσια και αγόρια, μικρά παιδιά ακόμη και ηλικιωμένοι λάμβαναν μέρος σε αυτή την απαιτητική εργασία.
Φορώντας ανοιχτόχρωμα ρούχα, αυτοσχέδια καπέλα στα κεφάλια τους οι άνδρες και λευκά τσεμπέρια (μαντήλια) οι γυναίκες και με τα δρεπάνια τους στον ώμο, άρχιζαν το θέρισμα, το πρωί με τη δροσιά. Με το αριστερό χέρι, έπιαναν τις καλαμιές και με το δεξί τις θέριζαν με το δρεπάνι.
«Τα κορίτσια συνήθως θέριζαν, ενώ τα αγόρια ήταν υπεύθυνα για το δέσιμο των χερολαβών (δεματιών). Οι διαγωνισμοί για το ποια ήταν το πιο «γρήγορο δρεπάνι» δεν είχαν τελειωμό» αναφέρει ο κ. Χριστάκης.
Η ημέρα κυλούσε, ο ιδρώτας έσταζε ποτάμι, η μέση πονούσε από το πολύωρο σκύψιμο, αλλά τα πειράγματα και τα αστεία «έδιναν και έπαιρναν». Χωρίς να γίνει αντιληπτό, σιγά σιγά συγκεντρώνονταν τα χερόλαβα και τα φόρτωναν στα ζώα, για να τα μεταφέρουν στο αλώνι.
«Στο χωριό μας, υπήρχαν μέχρι και 50 αλώνια εκείνη την εποχή. Αυτά ήταν κυκλικοί επίπεδοι χώροι, συνήθως πλακόστρωτοι, που επέλεγαν να τους κατασκευάζουν σε τοποθεσίες, που τις «φυσούσε» άνεμος» εξηγεί ο κ. Χριστάκης.
«Έξω απ’ το αλώνι, δεν αλωνίζουν»
Ο θέρος, λοιπόν, έπαιρνε τέλος με γέλια και χαρές και ερχόταν η ώρα για το αλώνισμα. Σε στοίβες, τις λεγόμενες θημωνιές, τοποθετούσαν τα χερόλαβα, γύρω από το αλώνι, οι οποίες θύμιζαν μεγάλα χωνιά και που ήταν πολύ δύσκολο να τις διαπεράσει το νερό της βροχής.
Και στη συνέχεια, ξεκινούσε σωστό «πανηγύρι» με τη συμμετοχή πάλι όλων των κατοίκων του χωριού…
Ολόκληρη η επιφάνεια του αλωνιού καλυπτόταν από τα στάχυα και ανάλογα με την ποσότητά τους, ο αλωνιστής – ο πρωτεργάτης αποφάσιζε πόσα ζώα ―συνήθως άλογα― θα χρησιμοποιούσε.
Στο κέντρο του αλωνιού, έστεκε ένα ξύλο σε κατακόρυφη στάση, το στυγερό, μέσα από το οποίο περνούσαν μια ξύλινη κουλούρα, το λεγόμενο ανεμολόγιο.
«Το ανεμολόγιο ήταν πολύ σημαντικό για τη διαδικασία του αλωνίσματος, καθώς από αυτό δενόταν η μια άκρη της λαιμαργιάς, του σκοινιού με το οποίο δέναμε τα ζώα, ενώ η άλλη άκρη ήταν δεμένη στα άλογα» σημειώνει ο κ. Χριστάκης.
Με το δάπεδο του αλωνιού, καλυμμένο με θημωνιές και τα άλογα στις θέσεις τους, ξεκινούσαν να αντηχούν στον αέρα οι καμουτσικιές από τη βέργα του αλωνιστή και οι οπλές των αλόγων που άρχιζαν, να γυρίζουν γύρω, γύρω.
![](https://proinosmorias.gr/wp-content/uploads/2023/07/ΒΑΛΤΕΣΙΝΙΚΟ-ΑΛΩΝΙΣΜΑ-840x619.jpg)
«Ως μικρό παιδί, μου άρεσε πάρα πολύ να είμαι εγώ αυτός που θα παρακινεί τα άλογα, να κινηθούν μέσα στο αλώνι. Δεν τα χτυπούσα, παρά μόνο σήκωνα τη βίτσα και τους φώναζα Άι-ντε.» αναπολεί ο κ. Χριστάκης.
Όσο τα άλογα κινούνταν κυκλικά, τόσο οι εργάτες με τα δικράνια τους ―ένα εργαλείο σαν μεγάλο πιρούνι― ανακάτευαν τα στάχυα, ώστε όλα να πατηθούν από τα άλογα και να μετατραπούν σε λιώμα, δηλαδή μια μείξη από σιτάρι και άχυρο.
«Γυναίκα, έλα να δοκιμάσεις το άχυρο, έγινε;» συνήθιζε να λέει αστειευόμενος ένας συγχωριανός του κ. Χριστάκη στη σύζυγό του, όταν έφτανε στο τέλος του το αλώνισμα. Ο πολύτιμος καρπός είχε πλέον απελευθερωθεί και ήταν ώρα να καθαριστεί και να αποθηκευτεί.
Σειρά, λοιπόν, είχε το λίχνισμα, με βασική όμως προϋπόθεση, να φυσά άνεμος και μάλιστα δυτικός, ο λεγόμενος «Καράγιαλης», όπως μοιράζεται μαζί μας ο κ. Χριστάκης.
Πάλι με τα δικράνια τους στα χέρια, οι εργάτες πετούσαν ψηλά το λιώμα και ο άνεμος που φυσούσε, απομάκρυνε το άχυρο, που ήταν πιο ελαφρύ σε μια γωνιά του αλωνιού ―και το οποίο θα αποθηκευόταν σε σακιά από μαλλί τράγου για τροφή για τα ζώα τον χειμώνα― και το σιτάρι ξεχώριζε πάνω στις πλάκες.
Η διαδικασία, όμως του καθαρισμού δεν σταματούσε εκεί.
Το σιτάρι περνούσε και μέσα από τις μεγάλες τρύπες του δρυμωνιού, του κόσκινου, ώστε να απομακρυνθεί μεγάλο μέρος των ξένων σωματιδίων, που περιείχε και να είναι πλέον καθαρό και έτοιμο για μεταφορά στον μύλο.
Τα ζώα, για μια ακόμη φορά, φορτώνονταν τα σιτηροδοχεία και οι νοικοκυραίοι συναγωνίζονταν μεταξύ τους, ποιος απέκτησε τα περισσότερα «κουβέλια» (το κουβέλι ήταν μονάδα μέτρησης για το σιτάρι και το ένα κουβέλι αντιστοιχούσε σε τέσσερις κουβάδες-τενεκέδες σιτάρι).
«Πόσα παιχνίδια, πόσα πειράγματα και πόσα τραγούδια αντηχούσαν στο αλώνι εκείνη τη εποχή, δυστυχώς σήμερα στέκουν βουβά και έρημα και ανάμεσα από τις πλάκες τους ξεφυτρώνουν αγριόχορτα» αναπολεί ο κ. Χριστάκης.
Μνήμες που χάνονται στον χρόνο, αγροτικές εργασίες που ανήκουν πλέον στο παρελθόν και μόνο οι στίχοι παραδοσιακών τραγουδιών να μας τις θυμίζουν…
«Εκεί περά και αντίπερα,
Στης Μαρουδιώς το αλώνι,
Εκεί το αλωνίζουν δώδεκα και έξι το λυχνάνε
Και η Μάρω με τη ρόκα της στο αλώνι τριγυρνάει
Και η μάνα της έλεγε και την παρακαλάει
Φύγε, Μαργιώ, από τον κουρνιαχτό, φύγε από τον ήλιο
Εγώ τον ήλιο, αγαπώ, τον κουρνιαχτό τον θέλω
Και αυτό τον πρωτολυχνιστή, άνδρα μου θα τον κάνω
Κόρη μου, ο πρωτολυχνιστής πολλά προικιά γυρεύει
Λεβέντης είναι και δώστου τα χαλάλι και αν τα πάρει…»
Αγγελική Γεωργοπούλου