- Μνήμες από τη δουλειά «στα πεύκα»
Της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Ανάμεσα στις τοπικές κοινότητες Κερασιάς, Βλαχοκερασιάς, Καλτεζιών, Κολλινών και Αλεποχωρίου, στα νότια σύνορα της Αρκαδίας με τον νομό Λακωνίας και στην ορεινή λεκάνη του ποταμού Ευρώτα εκτείνεται σε 50 χιλιάδες στρέμματα περίπου το δάσος της Σκιρίτιδας.
Αντικρίζοντας κανείς τα πανύψηλα πεύκα, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να φανταστεί πως μέχρι τη δεκαετία του ’60 περίπου ο τόπος αυτός ήταν χέρσος, με ελάχιστες φτέρες και αφάνες να τον καλύπτουν.
Αλλά, ας ξετυλίξουμε το κουβάρι από την αρχή…
Ιστορία
Στη θέση αυτή παλαιότερα δέσποζε ο αιωνόβιος Αρκαδικός δρυμός της Σκιρίτιδας, που κυρίως απαρτιζόταν από δρυς του είδους της Πλατίτσας. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και παρά το γεγονός πως πολλές φορές λειτούργησε ως καταφύγιο για τους κατατρεγμένους Έλληνες, η υπέρμετρη υλοτόμηση από τους κατοίκους των γύρω περιοχών και όχι μόνο, οδήγησε στην πλήρη καταστροφή του.
Μετά από αυτή, για πολλά χρόνια ένα μεγάλο τμήμα της περιοχής παρέμεινε αναξιοποίητο, με ελάχιστες εκτάσεις να καλλιεργούνται.
Οι πρώτες δειλές προσπάθειες για αναδάσωση της περιοχής ξεκινούν το 1910 από κατοίκους των κοινοτήτων Βλαχοκερασιάς και Κερασιάς, αλλά η δημιουργία του πρώτου τεχνητού δρυμού στην Αρκαδία θα γίνει τελικά πραγματικότητα, χάρη στην πρωτοβουλία της Ένωσης Κερασιωτών. Ο πρόεδρός της από το 1959 έως το 1976, Αναστάσιος Στεφάνου, ήταν αυτός που συνέλαβε το όραμα να τον ξαναζωντανέψει.
Μετά από επικοινωνία με τα σωματεία και των πέριξ κοινοτήτων, όπως τον «Σύλλογο των εν Αθήναις και Πειραιεί Βλαχοκερασιωτών», τον «Σύνδεσμο Κολλινιατών» και τον «Σύλλογο Καλτεζιωτών Άγιος Νικόλαος», από κοινού υπέβαλαν προς τη Γενική Διεύθυνση Δασών, αίτημα αναδάσωσης της περιοχής στις αρχές Δεκεμβρίου του 1959. Ακολουθεί η αυθεντική επιστολή των τεσσάρων σωματείων προς το Υπουργείο Γεωργίας – Γενική Διεύθυνση Δασών, η οποία προέρχεται από το βιβλίο Αρκαδικοί δρυμοί άλλοτε και τώρα (ET IN ARCADIA EGO) του Αναστάσιου Γ. Στεφάνου, προέδρου Ενώσεως Κερασιωτών, Δασολόγος -Πρώην Βουλευτής ΑΘΗΝΑΙ, 1961 Εκδόσεις ΕΝΩΣΙΣ ΚΕΡΑΣΙΩΤΩΝ ΑΡΚΑΔΙΑΣ.
Το 1960, μηχανήματα έφτασαν στην περιοχή και διαμόρφωσαν το έδαφος σε κατάλληλες για την αναδάσωση αναβαθμίδες. Η δεντροφύτευση ξεκίνησε την ίδια χρονιά, με άνδρες, γυναίκες και παιδιά από τα γύρω χωριά να αποτελούν το εποχικό εργατικό δυναμικό. Ήδη από την άνοιξη της πρώτης χρονιάς, συστάθηκε στη θέση Άγιος Βλάσης φυτώριο, ώστε η προμήθεια των δενδρυλλίων να είναι άμεση.
Από το 1961 έως το 1976, είχαν αναδασωθεί περίπου 38.600 στρέμματα με 1.800.000 δένδρα ποικιλίας Μαύρης Πεύκης, 100.000 ψευδακακίες, 50.000 έλατα και 50.000 διάφορα άλλα είδη δένδρων όπως καρυδιές, φουντουκιές και κυπαρίσσια.
Ας μεταφερθούμε στο παρελθόν μέσα από τις μαρτυρίες εργατών από τη δουλειά στα «πεύκα»:
«Κοντά στον δασολόγο Καπράλο μάθαμε σωστά να υλοτομούμε…»
Ο κ. Βαγγέλης Μητρόπουλος, κάτοικος της Βλαχοκερασιάς, ο οποίος εργάστηκε ως οδηγός «στα πεύκα», από το 1962 έως το 1985 περίπου, μεταφέροντας τους εργάτες που δούλευαν στη φύτευση, μοιράστηκε μαζί μας μνήμες από εκείνη την εποχή.
«Θυμάμαι, τον Σεπτέμβριο ―που ξεκινούσε η φύτευση― ερχόμασταν με τα ζώα από το χωριό, φορτώναμε τους δίσκους με τα φυτά και τους πηγαίναμε εκεί όπου ήταν οι εργάτες και οι εργάτριες. Πολύς κόσμος από τις Κολλίνες, την Κερασιά, τη Βλαχοκερασιά, το Αλεποχώρι και τις Καλτεζιές. Ολόκληρα συνεργεία μέσα στο δάσος. Μπορεί να ήταν και 100 άτομα» θυμάται ο κ. Μητρόπουλος.
Από τον Σεπτέμβριο έως τον Οκτώβριο πραγματοποιούνταν η φύτευση στις διαμορφωμένες βαθμίδες του δάσους, ώστε οι φθινοπωρινές βροχές να συμβάλλουν στην ανάπτυξη των νεαρών φυτών. Έπειτα, οι εργάτες από τα γύρω χωριά είχαν την ευκαιρία να ασχοληθούν με τις δικές τους αγροτικές εργασίες, ώσπου να ξεκινήσουν και πάλι οι εργασίες στο φυτώριο αυτή τη φορά τον Απρίλιο.
«Στο φυτώριο συνήθως δούλευαν κυρίως γυναίκες. Κοσκίναγαν το χώμα και την τύρφη και το ανακάτευαν, για να έχουν καλύτερες επιδόσεις τα φυτά. Από την άλλη, οι άνδρες άνοιγαν τους λάκκους» μας περιγράφει ο κ. Μητρόπουλος.
Η ανάγκη για χρήματα εκείνη την εποχή και το καλό μεροκάματο ―περίπου 30 δραχμές― που παρείχε το δασαρχείο, είχε οδηγήσει πολλά άτομα σε αυτή τη δουλειά, ακόμα και αν δεν πληρούσαν τις προβλεπόμενες «προϋποθέσεις».
«Τα άτομα, που είχαν το δικαίωμα να εργαστούν, σύμφωνα με το δασαρχείο, έπρεπε να είναι δεκαεφτά ετών και πάνω. Έρχονταν, λοιπόν, κοριτσάκια από τις Καλτεζιές, ηλικίας 15 χρονών. Εμείς τα είχαμε δασκαλέψει: «Αν σας ρωτήσουν, θα πείτε πως είστε δεκαεφτά ή δεκαοχτώ χρονών». Έλα, όμως, που όταν τα ρώταγαν, εκείνα έλεγαν την πραγματική χρονολογία γέννησής τους» λέει γελώντας, «έκαναν όμως και αυτοί τα στραβά μάτια, γιατί έβλεπαν πως υπήρχε ανάγκη για εργασία» συμπληρώνει ο κ. Μητρόπουλος.
Τα ευτράπελα, λοιπόν, δεν έλειπαν, όπως συμβαίνει σε κάθε δουλειά. Το φυτώριο αντηχούσε από αστεία, πειράγματα και τραγούδια. Άλλος εργάτης πάλευε να ρίξει τον άλλο μέσα στις δεξαμενές με το νερό, άλλος γελούσε, υπήρχε το αίσθημα της παρέας.
Παράλληλα, όμως δίπλα στα νεαρά δενδρύλλια των πεύκων, γεννιούνταν φιλίες και οι εργάτες και οι εργάτριες εκπαιδεύονταν σε νέες μεθόδους καλλιέργειας αλλά και σωστής υλοτόμησης.
«Εγώ είχα μια πολύ καλή φιλία με τον Κώστα Συνοδινό από το Χρυσοβίτσι, ο οποίος ήταν επιστάτης στη δουλειά. Με τον κ. Πιερράκο, τον δασάρχη» αναπολεί ο κ. Μητρόπουλος.
Και συμπληρώνει: «κοντά στον δασολόγο Καπράλο μάθαμε σωστά να υλοτομούμε και να κόβουμε ξύλα και για τις δικές μας οικιακές ανάγκες. Πώς θα βάλουμε το πριόνι, από πού θα κόψουμε τον κορμό, πώς θα τον ρίξουμε κάτω, χωρίς να προκαλέσουμε ζημιά. Ήταν μια πάρα πολύ καλή εμπειρία για όλους μας».
Βάραγε μια ξιναριά και αμέσως έλεγε «πετρώδιον»
Ο Κωνσταντίνος Χριστάκης, από τις Κολλίνες Αρκαδίας, ο οποίος εργάστηκε στη φύτευση για περίπου 10 χρόνια, μοιράστηκε και αυτός με τη σειρά του μοναδικά περιστατικά από αυτή την εργασία.
«Ντρεπόμασταν αρχικά να πάμε για δουλειά στο δασαρχείο και υπήρχαν δυο με τρεις άνθρωποι, οι οποίοι πήγαιναν κρυφά και δεν το έλεγαν παραέξω. Σιγά σιγά, όμως, θαρρέψαμε και έρχονταν ολόκληρα φορτηγά και μας έπαιρναν. Μπορεί να ήμασταν και 50 εργάτες από τις Κολλίνες. Άνδρες, γυναίκες και μικρότερα παιδιά, τσούρμο μέσα στο αυτοκίνητο» θυμάται ο κ. Χριστάκης.
Το άνοιγμα λακκουβών, όπως προαναφέρθηκε, ήταν κυρίως αρμοδιότητα των ανδρών.
«Μας είχε πει το αφεντικό, όποια λακκούβα δεν βγαίνει, γιατί το ξινάρι συναντά πέτρινο υπόστρωμα, θα σηματοδοτείτε πως το σημείο αυτό δεν μπορεί να φυτευτεί, βάζοντας μια πέτρα από πάνω. Ένας από το χωριό μας, όταν δεν τον έβλεπαν τα αφεντικά, δεν βάραγε ξιναριά, απλά είχε το ξινάρι στον ώμο. Βάραγε μια ξιναριά και αμέσως έλεγε «πετρώδιον» και έβαζε πέτρα πάνω. Τον πήρε, όμως, χαμπάρι το αφεντικό:
― Γιατί του λέει το κάνεις αυτό; Έβγαινε η γούβα.
― «Πετρώδιον» του απάντησε εκείνος ατάραχος» μας λέει γελώντας ο κ. Χριστάκης.
Ένα ακόμη περιστατικό, που μοιράστηκε μαζί μας ο ηλικιωμένος πια εργάτης, αυτή τη φορά έχει πρωταγωνιστή έναν επιστάτη.
«Είχαμε έναν επιστάτη από το Αλεποχώρι, τον μπαρμπα-Γιώργη, ο οποίος όταν τα αφεντικά ήταν μπροστά, μιλούσε με το «γάντι». Όταν έλειπαν, άλλαζαν τα πράγματα. Μια μέρα, μου είπε να πάμε να βάλουμε πινακίδες μέσα στο δάσος, στις οποίες αναγράφονταν οι διαφορετικές ποικιλίες των πεύκων που είχαν φυτευτεί. Μαζί μας έπρεπε να έχουμε λάσπη, χώμα, τσιμέντο, νερό. Είχε ένα μουλάρι, το φόρτωσε τις πινακίδες και όπου έβρισκε πέτρα, του τη φόρτωνε. Και γω, γελώντας να του λέω:
― Ρε μπαρμπα-Γιώργη, τι κάνεις; Δεν μπορεί το ζωντανό να κουβαλήσει τόσο βάρος.
― Πουλάκι μου, θα τα πάει, αφού μας χρειάζονται…
Το κακόμοιρο το ζωντανό τα μετέφερε τελικά, παρά το μεγάλο βάρος» αναφέρει νοσταλγικά ο κ. Χριστάκης.
Εκτός, όμως από τα αστείες καταστάσεις, υπήρχαν προστριβές και αντιδικίες.
«Το φορτηγό που μας μετέφερε στο δάσος, ερχόταν να μας πάρει από τον Άγιο Χριστόφορο, ο οποίος απέχει περίπου 5 χιλιόμετρα από το χωριό. Φανταστείτε ταλαιπωρία, 5 χιλιόμετρα περπάτημα το πρωί και άλλα 5 το απόγευμα. Μια μέρα, όπως σταμάτησε ο οδηγός σε αυτό το σημείο, κατέβηκα από το αυτοκίνητο, έβγαλα το σακάκι μου και σκούπισα το μπροστινό μέρος του οχήματος. Με ρώτησαν οι υπόλοιποι εργάτες, γιατί το έκανα αυτό και τους απάντησα πως το αμάξι είναι “ιδρωμένο”, θα κουράστηκε και για αυτό δεν θα μπορούσε να μας αφήσει πιο κοντά στο χωριό. Αυτή μου η πράξη, σε συνδυασμό πως παρακίνησα κόσμο να μην πάει στη δουλειά, μέχρι να ικανοποιηθεί το αίτημά μας για άφιξη του φορτηγού σε πιο κοντινό σημείο, προκάλεσε μεγάλο σούσουρο και την επόμενη ημέρα με έπιασε να μου μιλήσει ένας υπεύθυνος από το δασαρχείο.
― Θέλεις να έρχεται το αυτοκίνητο να σε παίρνει από το σπίτι σου; με ρώτησε. Να σημειωθεί πως ο οδηγός του είχε πει, πως μας αφήνει στον Άγιο Παντελεήμονα, ένα εξωκλήσι, το οποίο αντικρίζεις με το που μπεις στο χωριό.
― Κάνετε λάθος, του λέω. Μακάρι να μας άφηνε εκεί και να του πείτε να είναι αυτό το σημείο παραλαβής. Αντίθετα, αυτός μας αφήνει στον Άγιο Χριστόφορο.
Το βράδυ είχαμε την ελπίδα, πως θα μας “κατεβάσει” στον Άγιο Παντελεήμονα. Αυτός τελικά σταμάτησε στης Παπαδιάς τη βρύση, η οποία απέχει και πάλι μερικά χιλιόμετρα από το χωριό.
― Τι εντολή του λέω, έχεις;
― Μέχρι εδώ έχω εντολή, να σας φέρω. Κατεβείτε και από εδώ θα έρθω πάλι αύριο, να σας ξαναπάρω.
Την επόμενη ημέρα, πάω να ανέβω στο φορτηγό και ο οδηγός μου λέει: “Εσύ δεν θα ανεβείς, ούτε θα έρθεις για δουλειά”. Ένας νεαρός από το χωριό, να είναι καλά, του ρίχνει μια γερή σκουντιά και του λέει: “Πρόσεξε με ποιον κουβεντιάζεις. Θα έρθει και θα παραέρθει, δεν είναι δική σου δουλειά”».
Ας έρθουμε στο σήμερα…
Η εργασία, λοιπόν, «στα πεύκα» όχι μόνο έδωσε δουλειά και μεροκάματο στους κατοίκους των γύρω περιοχών, αλλά μέσω αυτής της απασχόλησής τους έμαθαν να αγαπούν με πάθος το δάσος και να το πονούν.
«Ανυπομονούσα να το δω ολοκληρωμένο και είμαι τόσο περήφανος που συνέβαλα και εγώ στη δημιουργία του» μας λέει συγκινημένος ο κ. Χριστάκης, ενώ από την άλλη ο κ. Μητρόπουλος στο τέλος της συζήτησής μας τονίζει πόσο σημαντικό είναι να τηρηθούν τα απαραίτητα μέτρα πυρασφάλειας, ―με βάση τη διαχειριστική μελέτη του δασάρχη Τρίπολης, Ηλία Καπράλου― ώστε το δάσος αλλά και τα χωριά που το περιβάλλουν να εξακολουθούν να υπάρχουν.
Το δάσος της Σκιρίτιδας, αυτός ο «πράσινος» πνεύμονας, στις ημέρες μας αποτελεί πόλο έλξης για λάτρεις της φύσης από ολόκληρη την Ελλάδα, καθώς μετά από πρωτοβουλία και προσωπική εργασία του δεινού ορειβάτη Τάσου Μήτσια, με καταγωγή από τη Βλαχοκερασιά, διανοίχτηκε πεζοπορικό μονοπάτι, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να απολαύσει τη μοναδική φύση του και τις γάργαρες πηγές του. Ακόμη, κάθε χρόνο δρομείς από όλες τις γωνιές της χώρας μας και όχι μόνο τρέχουν κατά μήκος του στον ετήσιο αθλητικό αγώνα Skiritida Run, τον οποίο διοργανώνει κάθε χρόνο η Αρκαδική Οικολογική Φάρμα.
Με τα όμορφα λόγια: «Ήταν τόπος γυμνός, άγονος, χειμαρρογόνος. Ήταν χάος. Μέσα από το χάος ξεπήδησε ο σημερινός πανώριος Αρκαδικός δρυμός της Σκιρίτιδας. Μέσα στο δρυμό αυτό είναι χυμένη και η δική μου ψυχή» μιλά ο Αναστάσιος Στεφάνου για το όραμά του που έγινε πραγματικότητα. Οι παραπάνω φράσεις κοσμούν το βάθρο του ορειχάλκινου ανδριάντα του που βρισκόταν στα μισά της διαδρομής μεταξύ της Βλαχοκερασιάς και των Κολλινών ―το 2013 επιτήδειοι τον αφαίρεσαν―, τον ελάχιστο φόρο τιμής που του απέδωσαν οι κάτοικοι των κοινοτήτων γύρω από το δάσος.