Τα Κάλαντα από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα

  • Του Ι.Γ. Ασημακόπουλου

Από τα πολλά και υπέροχα έθιμα των εορτών του δωδεκαήμερου των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ιδιαίτερα  ξεχωρίζουν τα κάλαντα. Τα Κάλαντα είναι τραγούδια με θρησκευτικό, εγκωμιαστικό ή ευχετήριο περιεχόμενο, που τραγουδιούνται από παιδιά τις παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. 

Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη Calendae, (Καλένδες) -που έλεγαν οι Ρωμαίοι τις πρωτομηνιές- που είχε  διαμορφωθεί πρωτύτερα από το ελληνικό ρήμα καλώ…

Τα κάλαντα όμως έρχονται από πολύ πιο παλιά. Οι ρίζες τους ξεκινάνε από την Ελληνική Αρχαιότητα όπου δροσερές, μελωδικές παιδικές φωνές, τραγουδούσαν τ’ αρχαία τραγούδια του αγερμού, την Ειρεσιώνη, τα χελιδονίσματα, τα κορωνίσματα…

Ο Όμηρος «…παραχειμάζων εν τη Σάμω, ταις νουμηνίαις προσπορευόμενος προς τας οικίας τας ευδαιμονεστάτας, ελάμβανε τι αείδων τα έπεα τάδε α καλείται Ειρεσιώνη, οδήγουν δε αυτόν και συμπαρήσαν αιεί των παίδων τινές εγχωρίων…»

Αλλά και στην αρχαία Αθήνα, όπως στη Σάμο την εποχή του Ομήρου, κατά τις «νουμηνίες», (πρωτομηνιές) ομάδες παιδιών γύριζαν από σπίτι σε σπίτι με ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με μαλλί (έριο, εξ ου και ειρεσιώνη) καρπούς, φιαλίδια με μέλι, λάδι και κρασί τραγουδώντας την Ειρεσιώνη…

«Ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους

 και μέλι εν Κοτύλη και έλαιον αποψήσασθαι

 και κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη».

που πάει να πει:

«Η ειρεσιώνη φέρνει σύκα, φέρνει μέλι και ψωμί

Φέρνει μπόλικο το λάδι ν΄ αλειφτείτε στο κορμί

και την κούπα σας γεμάτη με γλυκόπιοτο κρασί

που μεθύσι θα σας φέρει κι ύπνο όμορφο, ’λαφρύ…»

Τραγουδούσαν για την καλή και πλούσια σοδειά, καλωσορίζοντας τα χελιδόνια, τους πρώτους οιωνούς της Άνοιξης και εύχονταν στους νοικοκύρηδες «πλούτον», «ευφροσύνην», «ειρήνην αγαθήν», «άγγεα μεστά»…

«Δώμα προσετραπόμεσθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο,

ος μέγα δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αιεί,

αυταί ανακλίνεσθε θύραι. Πλούτος γαρ έσεισι

πολλός, συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία,

ειρήνη τ’ αγαθή. Όσα δ’ άγγεα, μεστά μεν είη,

κυρβαίη δ’ αιεί κατά καρδόπου έρπει μάζα,

του παιδός δε γυνή καταδιφράδα βήσεται ύμμιν,

ημίονοι δ’ άξουσι κραταίποδες ες τόδε δώμα,

αυτή δ’ ιστόν υφαίνει επ’ ηλέκτρου βεβαυία

Νευμαί τοι νεύμαι ενιαύσιος ώστε χελιδών

Εστηκ’ εν πορφύροις…»

Δηλαδή:

«Σ’ αυτό το σπίτι πού ’ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη

ας ανοιχτούν οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα

να μπει άφθονη η χαρά κι η ποθητή ειρήνη

για να γεμίσουν τα σταμνιά, κι οι χωματένιες κύρβεις

και να φουσκώσει η σκάφη του ζυμάρι κριθαρένιο.

Και η γυναίκα του υγιού με σύνεση μεγάλη

ας έρθει μεσ’  στο σπίτι αυτό με δυνατά μουλάρια

για να υφάνει το πανί σ’ αντί κεχριμπαρένιο

και γύρω να φτεροκοπούν χρονιάρ’κα χελιδόνια

και ερυθρόχρωμα πουλιά αντάμα να πετούνε…»

Ο αρχαίος νοικοκύρης τότε άνοιγε το κελάρι του και φίλευε τα παιδιά με ότι καλό είχε το σπιτικό του, σύκα, καρύδια, φρούτα, μέλι, γλυκίσματα… Κι αν ο σπιτονοικοκύρης αργούσε το φίλεμα, τα παιδιά συνέχιζαν…

«Ει μεν τι δώσεις ει δε μη, ουχ εστήξομεν

 ου γαρ συνοικήσοντες ενθάδ’ ήλθομεν».

Δηλαδή:

Είτε μας δώσεις κάτι τι, είτε πάλι δεν δώσεις

εμείς εδώ δεν ήρθαμε να μείνουμε μαζί σας…

Από την Ελλάδα, το έθιμο αυτό πέρασε στη Ρώμη κι από κει στο Βυζάντιο όπου τα παιδιά γιορτάζοντας τις «καλένδες» του Ιανουαρίου -που γιορτάζονταν με ξεχωριστή λαμπρότητα στο Βυζάντιο- κρατώντας ραβδιά, φανάρια, ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων στολισμένα, τραγουδούσαν τα κάλαντα, συνοδεύοντας το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τυμπάνου:

«Αυτή είναι η ημέρα όπου ήλθ’ ο Λυτρωτής

από Μαριάμ μητέρα κ’ εκ παρθένου γεννηθείς

Άναρχος αρχήν λαμβάνει και σαρκούται ο Θεός

ο αγέννητος γεννάται εις φάτνην ταπεινός.

Άγγελοι το νέον λέγουν εις ποιμένας και βοσκούς

ο αστήρ το θαύμα δείχνει εις τους μάγους και σοφούς

Με την επικράτηση του Χριστιανισμού οι πατέρες της Εκκλησίας προσπαθώντας να ξεριζώσουν από τους χριστιανούς τις προγονικές των αναμνήσεις, θεώρησαν τα τραγούδια αυτά ως κατάλοιπα της ειδωλολατρίας και τα απαγόρευσαν. Αλλά και επίσημα η ΣΤ΄ οικουμενική σύνοδος τα καταδίκασε σαν ειδωλολατρικές εκδηλώσεις.

Ο Ιερός Χρυσόστομος καταδίκαζε  «τους εξυμνίζοντας μετά αυλών και συρίγγων εν χειμώνος ώρα και εική και μότην ενοχλούντας ξένια πολλά λαμβάνοντας» και ο Ιωάννης Τζετζης τον 12ο αιώνα συνεχίζει να διαμαρτύρεται για τους συγχρόνους του καλαντάρηδες, τους «σιγνοφόρους τους κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη Χριστού γεννήσει, τους περιτρέχοντας τας θύρας προσαιτούντες μετα ωδων και επωδών».

Ο Ιερός Χρυσόστομος έφθασε μάλιστα στο σημείο, να απόρριψη κάθε είδος τραγουδιού, ακόμα και τα τραγουδάκια του αργαλειού. Όταν δε τον ρώτησαν τι να τραγουδούν οι άνθρωποι, απάντησε: «Τους ψαλμούς του Δαβίδ»!

Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που ο Άγιος Βασίλειος αρνείται να πει τραγούδια. Όχι γιατί δεν ξέρει, αλλά γιατί δεν θέλει να τραγουδήσει…

« – Βασίλη πόθεν έρχεσαι, Βασίλη που πηγαίνεις;

  – Απ, την Καισαρεία έρχομαι στο σπίτι μου πηγαίνω.

  – Βασίλη για τραγούδησε, Βασίλη πες τραγούδια.

  – Εμένα οι γονείδες μου τραγούδια δε μου μάθαν,

    μονέ με στέλναν στο σχολειό να μάθω γραμματάκια…»

Παρ’ όλ’ αυτά, από την Ελληνική  αρχαιότητα στη Ρωμαιοκρατία κι από κει στο Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία και μέχρι σήμερα, σε μια δύσκολη διαδρομή τριών χιλιάδων χρόνων και πλέον, τα τραγούδια αυτά επέζησαν. Ενσωματώθηκαν στην χριστιανική λαϊκή παράδοση και έφτασαν στις μέρες μας. Έτσι δροσερές μελωδικές παιδικές φωνές έρχονται στ’ αυτιά μας σαν απόηχος από τα βάθη των χιλιετιών, κάνοντας τις ίδιες πάντα ευχές. Ευχές για καλή χρονιά, υγεία, πλούσια σοδειά, ειρήνη, προκοπή…

Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, το απαντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:

«Στο σπίτι ετούτο πού ’ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη

ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα

να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη

και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι

κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι.

Μάνα τη θυγατέρα σου τη μικροκαμωμένη

Την έλουζες τη χτένιζες στα σύννεφα την κρύβεις.

Και σάλεψαν τα σύννεφα και φάνηκεν η κόρη

Φάνηκαν τα σγουρά μαλλιά τ’ αρχοντικά πλεξούδια»

Στον ίδιο πάνω κάτω σκοπό απαντάμε στο πρόσφατο παρελθόν τα κάλαντα όπου υπάρχει Ελληνισμός, να αναγγέλλουν τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων:

«Καλήν  ημέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας

Χριστού τη θεία γέννηση να μπω στ’ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει

οι ουρανοί αγάλονται χαίρει η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάντη των αλόγων

Ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων…»

ή

«Χριστούγεννα πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου

 για βγείτε δείτε μάθετε όπου ο Χριστός γεννάται

 γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα.

 Tο μέλι στρώνε οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες

Και το μελισσοβότανο να νίβοντ’ οι κυράδες….»

και της Πρωτοχρονιάς:

«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά

κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ’ Άγιο θρόνος

αρχή που βγήκε ο Χριστός άγιος και πνευματικός

στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.

Άγιο Βασίλης έρχεται και δεν μας καταδέχεται

Από την Καισαρεία συ σ’ αρχόντισσα κυρία…»

 Γεμάτα ευχές και παινέματα για τον αφέντη:

 «Αφέντη όντας γεννήθηκες, σε θρέφανε λιοντάρια

κι εβγήκες ο ξεδιαλεχτός μέσα στα παλικάρια.

Άλλοι κουρσεύουν με σπαθιά κι άλλοι με δοξάρια,

Και συ, τι θάμα είν’ αυτό! κουρσεύεις με το μάτι.

Και του ματιού σου η σαϊτιά πύργους ξεθεμελιώνει,

Πύργους και πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες…»

Για τον αφέντη που είναι γεωργός:

«Ας είναι καλά το αλέτρι σου, Θεός να το πλουταίνει

για να θερίζεις σταυρωτά να δένεις αντρειωμένα…..

να κοσκινίζεις μάλαμα να πέφτει το χρυσάφι.

Για την κυρά:

«Πολλά είπαμε αφέντη μου να πούμε της κυράς σου.

Κυρά μ’ όντας θα στολιστείς στην εκκλησιά να πάγεις

βάζεις το ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι

και του κοράκου το φτερό βάζεις καμαροφρύδι…»

Για το γιό:

«Έχεις και γιο στα γράμματα και γιο και στο κοντύλι

ο Θεός να σε τόνε χαρεί να βάλει πετραχήλι»

Για την κόρη της παντρειάς:

«Σε τούτο σπίτι που ’ρθαμε με μάρμαρο στρωμένο

εδώ ’χουν κόρη για παντρειά, κόρη για αρραβώνα

την τάζουν για το Βασιλιά, την τάζουν για το Ρήγα

Δεν θέλω γιο του βασιλιά δεν θέλω γιο του Ρήγα

μόν’  θέλω τ’ αρχοντόπουλο που περπατά καβάλα…»

Και βέβαια με το ίδιο πάντα τέλος:

«Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε

μόνε σας αγαπήσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε.

Δώστε μας και τον κόκορα δώστε μας και την κότα

Δώστε μας και πεντ’ έξι αυγά να πάμε σ’ άλλη πόρτα…»

Και σαν έπαιρναν το φίλεμα από τον αφέντη ή την κυρά έφευγαν τραγουδώντας πάντα:

«Εδώ που καλαντίσαμε καλά μας επλερώσαν,

Καλά να παν’ τα έτη τους και τα υπάρχοντά τους,

Ρόδα και τριαντάφυλλα εις τα προσκέφαλά τους»

Τα κάλαντα είναι μια από τις ελάχιστες μορφές του λαϊκού λόγου που αντιστέκονται ακόμα στην επίθεση του ξενόφερτου «σύγχρονου τρόπου ζωής».

Είναι μια πανάρχαιη μορφή λαϊκού θεάτρου, με τα διάφορα θεατρικά στοιχεία, -μαγικοσυμβολικές και μιμητικές πράξεις- που προστέθηκαν στο πέρασμά τους στους αιώνες, που τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα.

Στις πολύβουες πόλεις, όπου ο σύγχρονος άνθρωπος ασφυκτιά δοσμένος ολοκληρωτικά στον εξαντλητικό ρυθμό της εποχής, αλλά και στον Επαρχιώτη που ακολουθεί κατά πόδας, όταν φτάνουν στ’ αυτιά του οι μελωδίες των ίδιων τραγουδιών, σαν από θαύμα ξυπνάνε μέσα του αρχέγονες θύμησες… Θύμησες που τον βεβαιώνουν πως  δεν φύτρωσε στην τύχη. Που του λένε πως έρχεται από πολύ μακριά. Πως έχει ρίζες. Ρίζες που χάνονται στην άχλη  του χρόνου…

* Από το βιβλίο του Ι.Γ. Ασημακόπουλου, «Λαογραφικά Πελοποννήσου», Αρκαδικές Εκδόσεις «ΕΠΙΛΟΓΗ» Χ. Γεωργακόπουλος.

Σχετικές δημοσιεύσεις