Στις μέρες μας, οι τρεις εβδομάδες πριν από την Καθαρά Δευτέρα είναι γεμάτες από αποκριάτικους χορούς, με μικρούς και μεγάλους να μεταμφιέζονται και να διασκεδάζουν σε κέντρα εκδηλώσεων με πολύ χορό και κέφι. Από αυτή την εύθυμη ατμόσφαιρα δεν μπορεί να ξεφύγει καμία γενιά. Μπορεί ο τρόπος διασκέδασης να έχει πάρει διαφορετική μορφή, η όρεξη όμως για αστεία, χορό και τραγούδι παραμένει αστείρευτη.
Βρισκόμενοι στο χωριό Κολλίνες Αρκαδίας, γνωρίσαμε τον κ. Κώστα Χριστάκη (φωτ.), κάτοικο του χωριού, ο οποίος με μεγάλο ενθουσιασμό μάς περιέγραψε τι συνήθιζαν να κάνουν οι συγχωριανοί του τις Απόκριες, στη δεκαετία του ’60. Ας ταξιδέψουμε, λοιπόν, μαζί του πίσω στον χρόνο.
Ο κ. Κώστας θυμάται ότι η τελευταία Κυριακή των Αποκριών και η Καθαρά Δευτέρα αποτελούσαν το αποκορύφωμα των εορταστικών εκδηλώσεων. «Το βράδυ της Κυριακής οι άνθρωποι της κάθε γειτονιάς συγκεντρώνονταν και άναβαν μια μεγάλη φωτιά. Εκτός από την αυτοσχέδια στολή και τη χαρά σου, έπρεπε να κουβαλήσεις μαζί και ένα κούτσουρο, για να συνεισφέρεις και συ με αυτόν τον τρόπο στη φωτιά.
Εμείς δεν είχαμε στολές σαν τις σημερινές. Άλλος φόραγε ράσο (χοντρό μάλλινο παλτό με κουκούλα), άλλος πουκαμίσα (ενιαίο ανδρικό ρούχο σαν φουστανέλλα, το οποίο είχαν υφάνει στον αργαλειό), άλλος ντυνόταν γυναίκα, γιατρός, αλεπού, ενώ κάποιος άλλος κάθε χρόνο κρεμούσε κουδούνια στη μέση του» θυμάται ο κ. Κώστας.
Αφού είχε συγκεντρωθεί όλη η γειτονιά γύρω από τη φωτιά, ξεκινούσε ο χορός και το τραγούδι που κρατούσε μέχρι το πρωί. Ο κ. Κώστας με καμάρι μας επισημαίνει ότι η δική του γειτονιά, το λεγόμενο Περαχώρι, πρωτοστατούσε σε αυτές τις συγκεντρώσεις.
Με μεγάλη νοσταλγία, αναπολεί ιδιαίτερα το καρναβάλι του 1962. Μια κοπέλα, που καταγόταν από το χωριό και ζούσε στη Θεσσαλονίκη, κατάφερε να οργανώσει τους νέους του χωριού και να δημιουργήσει ένα καρναβάλι που τους έμεινε αξέχαστο.
«Γυρίσαμε όλες τις γειτονιές τραγουδώντας και ένας ξάδελφός μου είχε ντυθεί αλογάκι, φορώντας πουκαμίσα, ένα ζωνάρι στη μέση και έχοντας φτιάξει ένα κεφάλι αλόγου στο μπροστινό μέρος. Ένας άλλος πήγαινε μπροστά, κρατώντας σανό» μας περιγράφει.
Οι παρεξηγήσεις, όμως, δεν έλειπαν μέσα και σ’ αυτό το γιορτινό κλίμα. «Ένας είχε ντυθεί γιατρός και έριχνε αλεύρι στους υπόλοιπους, για να τους θεραπεύσει. Έλα, όμως, που μια κοπέλα του χωριού δεν δέχθηκε το αλεύρωμα και τσακωθήκαν άσχημα» τονίζει ο κ. Κώστας.
Οι καρναβαλιστές περνούσαν από κάθε γειτονιά και τα κεράσματα δεν έλειπαν. Την Καθαρά Δευτέρα συνήθιζαν να τους προσφέρουν ελιές και μήλο, ενώ το παράδοξο ήταν ότι κάποτε μια γειτόνισσα τους «τράταρε» ωμό κολοκύθι! Ειδικά στην αγορά του χωριού, οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών ήταν «υποχρεωμένοι» να κεράσουν την κάθε παρέα. Αν δεν το έπρατταν, ποιος θα πήγαινε μετά να αγοράσει από το μαγαζί τους;
Ο μπαρμπα-Κώστας ο Χαραμής, που είχε το περίπτερο του χωριού, ήταν αυτός που τους έδινε τα καλύτερα «φιλέματα».
«Αυτές ήταν οι καλύτερες ημέρες για εμένα, τις περίμενα πώς και πώς και όλος ο κόσμος τις χαιρόταν» λέει με νοσταλγία ο κ. Κώστας.
Δεν μπορούμε, λοιπόν, να μην κλείσουμε αυτό το όμορφο ταξίδι μας στο χρόνο και με ένα αποκριάτικο τραγούδι του χωριού που μοιράστηκε μαζί μας ο κ. Κώστας, τραγουδώντας το μέχρι εκεί που θυμόταν:
«Τις Αποκριές έγιναν πολλές χαρές,
έγιναν πολλές χαρές, για να παντρευτούνε οι γριές.
Και όσες γριές το ακούσανε, χοροπηδούσανε.
Και μια γρια μονοδοντού, άντρα γύρευε η πορδού.
Και μια γριά από το Παρδάλι, λάχανα είχε στο τσουκάλι.
Μια κλωτσιά του τσουκαλιού και άλλη μια του τεντζεριού.
Φάτε, κότες, λάχανα και σεις γατούλες, τα ζουμιά,
εγώ θα πάω να παντρευτώ, να σπιτονοικοκυρευτώ.
Και μια γριά από το Περαχώρι, άνδρα ήθελε με το ζόρι.
Με την προίκα της στον ώμο, παίρνει το μεγάλο δρόμο.
Στην Τεγέα σταματά, βρίσκει γέρο κουβαρντά
………………………………………………»
Αγγελική Γεωργοπούλου