Γράφει ο Ι.Γ. Ασημακόπουλος
Ο συμβολισμός της Μ. Παρασκευής είναι ο αιώνιος, ο αέναος πόνος της μάνας μπροστά στο νεκρό παιδί της. Είναι το απόσταγμα των πιο βαθιών αισθημάτων, έτσι όπως χιλιάδες χρόνια, λιτά και απέριττα, εκφράζονται από την μάνα για την απώλεια του αγαπημένου παιδιού της.
Είναι ο θρήνος της Χ Ραψωδίας της Ιλιάδας του Ομήρου, όταν η Εκάβη θρηνεί τον νεκρό γιό της, Έκτορα:
«Έκτωρ, ω το ακριβότερο απ’ όλα τα παιδιά μου,
και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ’ αγαπούσαν
και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.
Τ’ άλλα παιδιά μου, όσα ’πιανεν ο γρήγορος Πηλείδης
απόπερ’ από την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε
στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον·
και συ, αφού σ’ ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω
του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ’ έχει σύρει,
και όμως με αυτό δεν έκαμε τον φίλο ν’ αναζήσει,
εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι
κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε
ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ’ άλυπά του βέλη».
Ο συμβολισμός της Μ. Παρασκευής, είναι το μοιρολόι της απλής καθημερινής μάνας προς το νεκρό παιδί της:
«Εσύ, παιδί μου, εκίνησες να πας στον Κάτου κόσμο,
κι’ αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη.
Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω;
που κι’ αν τον ρίξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
κι’ αν τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια.
Πού να βαλθούν τα δάκρυα μου για τον ξεχώρισμό σου;
Αν πέσουνε στη μαύρη γης, χορτάρι δε φυτρώνει,
αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγονται τα καράβια,
κι’ αν τα σφαλίσω στην καρδιά, γλήγορα σ’ ανταμώνω.»
Ο συμβολισμός της Μ. Παρασκευής, είναι ο κοπετός της Μανιάτισσας μάνας που μοιρολογεί το νεκρό βλαστάρι της:
«Ξυπνα διαμάντι και ρουμπί κι αφρέ του μαλαμάτου
πούχω δυό λόγια να σου πώ του παραπονεμάτου.
Γαρούφαλό μου κόκκινο κι άσπρο μου καριοφίλι
μήτε σε πόρτα φαίνεσαι μήτε σε πανεθύρι.
Γλέντι παιχνίδι του σπιτιού, ξεφάντωμα του τραπεζιού,
μάτια μου, μικρουλάκι μου κι ασημοκαντηλάκι μου.
Δάσκαλοι και γραμματικοί και επιστήμονες γιατροί
θα σας εκάμου ρώτησι, τι στη γυναίκας τα εντός
αθοβολεί βασιλικός κανέλλα και γαρύφαλο;΄
-Τίποτε δεν αθοβολεί, μόν’ το παιδί κυκλοφορεί και βγάζει τόση
μυρωδιά πλέα κι απο βασιλικά.»
Ο συμβολισμός της Μ. Παρασκευής, είναι η αγωνία του ποιητή μας Κ. Βάρναλη, που ακολουθώντας τη δημοτική μας παράδοση, χρησιμοποιεί τη μορφή της Παναγιάς, για να εκφράσει τον ανθρώπινο πόνο της μάνας· Η Παναγιά κατέχεται από τα τρυφερότερα συναισθήματα για το παιδί που πρόκειται να γεννήσει, αλλά και από κακά προαισθήματα για την τύχη που το περιμένει:
«Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα ’χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
Ω! πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο…-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!»
Ο συμβολισμός της Μ. Παρασκευής είναι ο σπαρακτικός θρήνος της μητέρας μπροστά στο θάνατο του υιού της, η «αφιέρωση» της στη ζωή και στο θάνατο. Ένα μοιρολόι ύμνος της ζωής και του αγώνα, έτσι όπως τον είδε μα τα μάτια της ψυχής του ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος:
«Γιέ μου σπλάχνο των σπλάχνων μου καρδούλα της καρδιάς μου
Πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου
πως κλείσαν τα ματάκια σου καὶ δὲ θωρείς που κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρὰ σου λέω;
Γιόκα μου, εσὺ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Που μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ το τσίνορό μου,
τώρα δε με παρηγοράς και δὲ μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγὲς που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πώς δὲ θωρείς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
Στὴ στράτα εδω καταμεσὶς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ τὸ παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σὰ νὰ μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κι ἡ δόλια εγὼ τὸν κόρφο δές, ανοίγω
και στα βυζιὰ ποὺ βύζαξες τα νύχια, γιέ μου μπήγω»
Ο συμβολισμός της Μ. Παρασκευής είναι η κραυγή αγωνίας της μάνας, που θρηνεί τον νεκρό αγωνιστή της ελευθερίας γιό της, όπως με μοναδικό τρόπο τον δίνει ο μεγάλος ποιητής μας Ηλίας Σιμόπουλος. Είναι ο σπαρακτικός θρήνος της μάνας που μεγάλωσε με αρχές το μονάκριβο γιό της. Που ευτύχισε να τον καμαρώσει λεβέντη νιό. Που όμως η κρυφή χαρά, έγινε αγωνία, όταν ο νιος αποφάσισε να αγωνιστεί για τα ιδανικά του. Που στο τέλος έγινε απόγνωση και θρήνος όταν της τον έφεραν μπροστά της νεκρό:
«Όλη τη μέρα που `λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σαν γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.
Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου `φευγε η λαλιά μου.
Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.
Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα τι θάμα!
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.
Μεγάλωσες. Δε μ’ άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου `λεγες «Η Λευτεριά μητέρα
Θα ρθεί» μ’ άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σαν φοβέρα.
Μ’ αν μου φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το
ξερα πως θα γύριζες κι ήταν γλυκός ο πόνος.
Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι `ναι ψηλός ο ανήφορος και δεν μπορώ ν’ ανέβω.
Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ’ εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν’ όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;
Ο συμβολισμός της Μ. Παρασκευής είναι ο λαϊκός θρήνος του απλού καθημερινού ανθρώπου για το νεκρό θεό. Του απλού καθημερινού ανθρώπου, που με μοναδικό τρόπο στέκεται πλάι στην πονεμένη μάνα του νεκρού θεού, εκφράζοντας πίκρα, απογοήτευση, λύπη, οργή, που στο τέλος γίνεται ελπίδα για τον χαμένο παράδεισο:
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη ημέρα,
σήμερα όλοι χλίβουνται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι οι εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκαταραμένοι,
5 για να σταυρώσουν το Χριστό, το μέγα Βασιλέα.
Ο κύριος ηθέλησε να μπει στο περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό, για να το λάβουν όλοι,
μα πήγαν και τον πιάσανε μέσα στο περιβόλι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
10 την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή της ήρθ’ εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα,
σώνουν κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες,
το γιο σου τον επιάσανε οι άνομοι οι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκαταραμένοι
15 σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα ληστή τον πάνε,
μες’ του Πιλάτου τις αυλές, εκεί τον τυραννάνε.
Χαλκιά, χαλκιά φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια
κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάχνει πέντε.
Συ Φεραέ που τα φτιαξες, πρέπει να μας διδάξεις.
20 Βάλτε τα δυο στα πόδια του και τ’ άλλα δυο στα χέρια,
το τρίτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα και νερόν από τα σωθικά του.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα,
του Ιάκωβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα,
25 πήραν στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι,
το μονοπάτι έβγαλε μες’ του Χαλκιά την πόρτα,
βρίσκουν τις πόρτες σφαλιστές και τα κλειδιά παρμένα.
Ανοίχτε πόρτες του ληστή και πόρτα του Πιλάτου
κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
30 Τηράν δεξιά, τηράν ζερβά κανέναν δε γνωρίζουν,
τηράνε και δεξιότερα, βλέπουν τον Αϊ Γιάννη.
Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου,
μην είδες το γιόκα μου και σε το δάσκαλό σου;
Το γλέπεις κείνον το γδυμνό, τον παραπονεμένο,
35 όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου και μένα ο δάσκαλος μου.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία σταμνιά ροδόνερο, για να ‘ρθει ο λογισμός της
40 και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της,
ζητεί γρεμνό να γκρεμιστεί, φωτιά να πάει να πέσει,
ζητεί μαχαίρι δίκοπο, να κόψει το λαιμό της,
τριχιά να πάει να κρεμαστεί για το μονογενή της.
Εσύ κυρά μου αν γκρεμιστείς, γκρεμιέται ο κόσμος όλος,
45 εσύ κυρά μου αν σφαχτείς, σφάζονται οι μανάδες.
Κάνε Μαρία υπομονή, κάνε Μαρία ανέσια.
Και πως να κάνω υπομονή και πώς να κάνω ανέσια,
που είχα έναν μονογενή και κείνον σταυρωμένο;
Δεν μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
50 Τι να σου πω μανούλα μου που διάφορο δεν έχει
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες,
τότε και συ μανούλα μου θα ‘χεις χαρές μεγάλες,
ο γιος σου δεν επέθανε, στους ουρανούς ευρεθη,
55 όποιος το λέει σώζεται, όποιος τ’ ακούει αγιάζει
κι όποιος το παραφρουγκαστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανον από τον Άγιο Τάφο.»
Ο συμβολισμός της Μ. Παρασκευής είναι η κορύφωση του πάθους του θεού, που ενσαρκώθηκε και θυσιάστηκε με σταυρικό θάνατο για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο άγνωστός υμνωδός, που για λογαριασμό όλων των γενεών συνέθεσε αυτό το αριστούργημα της χριστιανικής υμνολογίας, εκφράζει δια της μητέρας Παναγίας, τη λύπη, την αγάπη, την αγωνία ζητώντας έλεος και δύναμη:
«Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.»