- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΟΥΛΙΩΝΗ
Οκτώ ημέρες μετά τη σαρωτική νίκη του Ντόνταλντ Τραμπ στην πολιτεία της Άιοβα, ο Ρον ντε Σάντις ανακοίνωσε την Κυριακή ότι παραιτείται από την κούρσα της διαδοχής για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Και όπως φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις, ούτε η έταιρη υποψήφια Νίκι Χέιλι μπορεί να ανακόψει την πορεία του πρώην προέδρου.
Η προσοχή στρέφεται τώρα στο Νιου Χαμσάιρ στην ψηφοφορία που διεξάγεται σήμερα, αν και φαίνεται ότι ο Τραμπ θα κάνει περίπατο. Η Νίκι Χέιλι πραγματοποίησε χθες προεκλογική ομιλία, ελπίζοντας να κερδίσει τη συγκεκριμένη πολιτεία και ήδη στις ΗΠΑ θεωρούν ότι ενδεχόμενη άνετη επικράτηση του Τραμπ τον χρίζει επίσημα υποψήφιο για την προεδρία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Ο Ντε Σάντις δήλωσε ότι στηρίζει τον πρώην πρόεδρο, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολη την προεκλογική εκστρατεία της Χέιλι. Και σε αυτή την πολιτεία οι δημοσκοπήσεις δίνουν διψήφια διαφορά υπέρ του Τραμπ.
Πώς φθάσαμε, όμως, στην άνετη επικράτηση του Τραμπ; Είναι ένα ερώτημα που απασχολεί αν και δεν θα έπρεπε. Οφείλουν οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ να αναλογιστούν πώς κατάφερε την πρώτη φορά ο Τραμπ να πάρει το χρίσμα και να εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ. Η τότε αντίπαλός του, Χίλαρι Κλίντον των Δημοκρατικών, απολάμβανε υψηλή δημοσιότητα ως πρώην υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Ομπάμα. Τα συστημικά αμερικανικά ΜΜΕ αναφέρονταν με απαξιωτικό τρόπο στον Τραμπ και τον θεωρούσαν έναν εύκολο αντίπαλο για την Κλίντον. Αδιαφόρησαν επιδεικτικά για τη διείσδυση που είχε η υποψηφιότητα Τραμπ στην εργατική τάξη, στους αγρότες και γενικά στις κεντρικές και νότιες πολιτείες.
Η Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες από τις πιο πλούσιες πόλεις των ΗΠΑ δεν αποτελούν παρά μόνο το 12% περίπου του πληθυσμού της και όμως θεώρησαν οι Δημοκρατικοί ότι η επιρροή που είχε η Κλίντον σε αυτές τις πόλεις αρκούσε για να την αναδείξει πρόεδρο των ΗΠΑ. Φταίνε και τα μεγάλα εκδοτικά και τηλεοπτικά συγκροτήματα που έχουν έδρα στις πόλεις αυτές και με τις περισπούδαστες αναλύσεις φρόντισαν να αποκοιμήσουν τους Δημοκρατικούς, παρουσιάζοντας ως σίγουρη τη νίκη της Κλίντον. Διαψεύστηκαν πανηγυρικά. Οι Αμερικανοί είχαν πάρει την «εκδίκησή» τους.
Η πολιτική εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης είναι η τελευταία ευκαιρία των Δημοκρατικών να ανακόψουν τον Τραμπ. Οι αλλεπάλληλες διώξεις και η προσπάθεια να τον αποκλείσουν από τις προεδρικές εκλογές έχουν καταστήσει τον Τραμπ το απόλυτο φαβορί, τόσο για το χρίσμα, όσο και για την προεδρία. Τώρα πια, αρκετά από τα αμερικανικά ΜΜΕ αμφισβητούν την πολιτική επιδίωξη των Δημοκρατικών μέσω της Δικαιοσύνης να κατηγορήσουν τον Τραμπ για συνωμοσία εναντίον του κράτους.
Ο βαθύς διχασμός της αμερικανικής κοινωνίας αποτυπώνεται ξεκάθαρα πια, με τον «τραμπισμό» να είναι ο κύριος εκφραστής του. Οι κοινωνικές αλλά κυρίως οικονομικές ανακατατάξεις της τελευταίας εικοσαετίας, είχαν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της αμερικανικής μεσαίας τάξης. Η τραπεζική κρίση το 2008 στην Αμερική, έφερε τους Αμερικανούς αντιμέτωπους με τη χρεωκοπία με αρκετούς από αυτούς να χάνουν τα σπίτια τους. Ο Τραμπ έταξε νέα εργοστάσια, δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα, νέες θέσεις εργασίας και η εργατική τάξη στις ΗΠΑ βρήκε τον άνθρωπο που θα «εξαρθρώσει» το κατεστημένο της Ουάσιγκτον και τον εξέλεξε πρόεδρο το 2016. Ήταν μια τετραετία που ο τραμπισμός μπήκε βαθειά στην αμερικανική κοινωνία αλλάζοντας άρδην το πολιτικό υπόδειγμα. Ένας δισεκατομμυριούχος, λοιπόν, έφτασε να εκπροσωπεί την εργατική τάξη και να τάσσεται εναντίον των ελίτ που επιδεικτικά, είναι αλήθεια, αγνοούσαν τα προβλήματα των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων της αμερικανικής κοινωνίας.