- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΟΥΛΙΩΝΗ
Η σαρωτική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προχθεσινές προκριματικές εκλογές, επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις ότι θα είναι ο υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου. Είναι χαρακτηριστική δε, η άνετη επικράτησή του στις δύο πολυπληθέστερες αμερικανικές πολιτείες, αυτές του Τέξας και της Καλιφόρνια.
Δεν κομίζουμε γλαύκα εις Αθήνας εάν ισχυριστούμε ότι τελικά ο Ντόναλντ Τραμπ θα επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Οι δημοσκοπήσεις άλλωστε του δίνουν έναν αέρα πέντε μονάδων έναντι του Τζο Μπάιντεν, με το δημοσκοπικό χάσμα μεταξύ των δύο να διευρύνεται συνεχώς. Αυτό που απασχολεί κάθε φορά την Αθήνα είναι κατά πόσο θα μπορούν να εξυπηρετηθούν καλύτερα τα ελληνικά συμφέροντα από τον εκάστοτε πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Για παράδειγμα, η εκλογή του Τζο Μπάιντεν το 2020 γέμισε με αισιοδοξία την Ελλάδα, καθώς ο ίδιος είχε τοποθετηθεί υπέρ των ελληνικών θέσεων σε κρίσιμες στιγμές. Οι Ελληνοαμερικανοί είχαν αναπτύξει στενές σχέσεις μαζί του από την εποχή που ήταν αντιπρόεδρος του Μπάρακ Ομπάμα. Παρόλα αυτά, όμως, ο Μπάιντεν δεν έδειξε την ίδια ευαισθησία στα ελληνικά ζητήματα ως πρόεδρος των ΗΠΑ.
Η Διακήρυξη των Αθηνών που υπογράφηκε τον περασμένο Δεκέμβριο μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, υπαγορεύθηκε από τις ΗΠΑ. Και μπορεί να μην παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις όπως διεμήνυε η ελληνική πλευρά, αλλά την επομένη της υπογραφής ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, επισκέφθηκε την Ουάσιγκτον προκειμένου να διαπραγματευθεί την πώληση F-16 στην Τουρκία. Η Διακήρυξη ήταν το φύλλο συκής που χρειαζόταν η Ουάσιγκτον, προκειμένου να πείσει την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας ότι η Τουρκία δεν απειλεί σύμμαχο χώρα, ώστε να ξεμπλοκάρει την πώληση των F-16. Δηλαδή ξεχάσαμε για παράδειγμα τι έγινε στον Έβρο στις αρχές του 2020 αλλά και την παρολίγο πολεμική αναμέτρηση το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, όταν ο τουρκικός στόλος με το ερευνητικό Ουρούτς Ρέις έπλεε ανενόχλητος εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Τις ίδιες προσδοκίες είχε η Ελλάδα όταν εξελέγη ο Τραμπ το 2016. Η τοποθέτηση του Ελληνοαμερικανού Ρέινς Πρίμπους στη θέση του προσωπάρχη, καλλιέργησε ψευδαισθήσεις πως η Αθήνα θα ήταν προνομιακός συνομιλητής του προέδρου. Τελικά, κανείς δεν μπόρεσε να έχει απευθείας πρόσβαση στο Οβάλ Γραφείο, ενώ ο Πρίμπους ένα χρόνο αργότερα παύθηκε από τα καθήκοντά του. Αντίθετα, ο Ερντογάν βρήκε στήριξη στο πρόσωπο του Αμερικανού προέδρου για την υπόθεση της τουρκικής κρατικής τράπεζας Halkbank. Η τράπεζα είχε διοχετεύσει στο Ιράν δισεκατομμύρια δολάρια σε χρυσό και μετρητά, παραβιάζοντας τις κυρώσεις που είχαν επιβάλει οι ΗΠΑ στην Τεχεράνη. Ο Τραμπ διατηρούσε εταιρείες στην Τουρκία που του απέφεραν σοβαρό εισόδημα και δεν ήθελε να χαλάσει το χατίρι του Ερντογάν. Έτσι η Halkbank τη γλίτωσε με την καταβολή προστίμου ύστερα από παρέμβαση του Λευκού Οίκου.
Λίγους μήνες πριν τις προεδρικές εκλογές στην Αμερική, η Ελλάδα οφείλει να είναι προσεκτική και να κρατά αποστάσεις και από τους δύο υποψηφίους. Η Αθήνα έχει κάνει τη στρατηγική επιλογή να εγκαταλείψει την πολυδιάστατη εξωτερική της πολιτική και να προσδεθεί στο άρμα των ΗΠΑ, κάνοντας λόγο για τη “σωστή πλευρά της ιστορίας”. Το να θεωρείσαι, όμως, δεδομένος σε ένα μεγάλο σύμμαχο που τυγχάνει να είναι και ηγεμονική δύναμη, σου αφαιρεί αξιοπιστία. Η γεωγραφία έχει τους δικούς της κανόνες και είναι αυτή που είχε επιβάλει στην Ελλάδα να μετεωρίζεται με επιτυχία μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Σε έναν αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, η Ελλάδα οφείλει να είναι πολύ προσεκτική και με γνώμονα την προστασία των εθνικών της συμφερόντων, πρέπει να ζυγίζει τις επιλογές της. Η γεωγραφία τής επεφύλαξε το προνόμιο ή καλύτερα την υποχρέωση να είναι συνομιλητής, αλλά και γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Και όταν κάποιος αγνοεί τη γεωγραφία, αυτή σε τιμωρεί.