Όλο και πιο συχνά στις ημέρες μας τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης φέρνουν στο φως της δημοσιότητας περιστατικά σχολικού εκφοβισμού ―του λεγόμενου bullying― μέσα στους χώρους των σχολείων.
Στην Ελλάδα, το φαινόμενο έχει αρχίσει να λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, καθώς σύμφωνα με έρευνα του ΕΠΙΨΥ το 2018 περίπου το 19,1% των εφήβων έχουν υποστεί εκφοβισμό ―έχουν υπάρξει θύματα― 1-2 φορές τους τελευταίους 2 μήνες, ενώ το 14,2% παραδέχεται πως έχει το ίδιο εκφοβίσει – δηλαδή έχει τον ρόλο του θύτη. Ακόμη, ένα μεγάλο ποσοστό του μαθητικού πληθυσμού δηλώνει, πως έχει υπάρξει μάρτυρας τέτοιων περιστατικών.
Με αφορμή την Πανελλήνια Ημέρα κατά της σχολικής βίας και του εκφοβισμού, που γιορτάζεται στις 6 Μαρτίου κάθε χρόνο, επικοινωνήσαμε με την ψυχολόγο MSc ειδικευόμενη στη συστημική ψυχοθεραπεία Ελένη Δουρίδα, την ψυχολόγο MSc στην Εκπαιδευτική ψυχολογία, Εκπαιδευόμενη Ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, Κατερίνα Μπερδούση, αλλά και με την κοινωνική λειτουργό MSc – εκπαιδευόμενη στη συστημική ψυχοθεραπεία Δαμασκηνή Αρφάνη, για να μάθουμε περισσότερα στοιχεία για το φαινόμενο.
Ο σχολικός εκφοβισμός είναι η συστηματική άσκηση σωματικής, λεκτικής ή ψυχολογικής βίας ή εκφοβισμού σε ένα παιδί από έναν άλλο συμμαθητή του ή μια ομάδα παιδιών μέσα στο σχολείο. Η κυρία Δουρίδα τονίζει πως η επανάληψη και η ανισορροπία ισχύος μεταξύ θύματος και θύτη είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του σχολικού εκφοβισμού. Για παράδειγμα, αν ένας μαθητής χτύπησε ένα συμαθητή του μια φορά στο διάλειμμα, αυτό το περιστατικό βίας δεν μπορεί να ενταχθεί σε αυτό το πλαίσιο.
Καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης δεν μένει «απρόσβλητη» από το φαινόμενο, καθώς περιστατικά έχουν κάνει την εμφάνισή τους από το νηπιαγωγείο, το δημοτικό, το γυμνάσιο μέχρι και το πανεπιστήμιο. «Συχνότερα όμως τέτοια περιστατικά, σημειώνονται στο γυμνάσιο και στο λύκειο» παρατηρεί η κυρία Μπερδούση. «Περισσότερα κρούσματα σχολικού εκφοβισμού, σημειώνονται σε σχολεία, όπου δεν υπάρχουν σαφείς κανόνες και δικαιοσύνη, ούτε συνεργασία των μαθητών μέσα στην τάξη» επισημαίνει η κυρία Μπερδούση. Στην Τρίπολη, δεν έχει σημειωθεί έντονο περιστατικό σχολικού εκφοβισμού εντός του σχολικού χώρου. Δυστυχώς, όμως, «συμμορία» ανηλίκων 15-17 ετών οπλοφορούσε και τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης το καλοκαίρι του προηγούμενου χρόνου, «σπέρνοντας» τον πανικό σε συνομίληκούς τους.
Οι πιο συχνές μορφές εκδήλωσης του φαινομένου είναι η λεκτική, η σωματική, η οποία γίνεται αντιληπτή λόγω και των σημαδιών που αφήνει, προσθέτει η κυρία Αρφάνη, ενώ και ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός, γνωστός ως cyber bullying, έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις στην εποχή μας. «Η εκτεταμένη χρήση των μέσων κοινωνικών δικτύωσης από τα παιδιά, έχει οδηγήσει σε αυτό το αποτέλεσμα» σημειώνει η κυρία Μπερδούση.
Το εύλογο ερώτημα που γεννιέται είναι τι οδηγεί ένα παιδί να εκφοβίσει ένα συμμαθητή του; Τα αίτια είναι πολλά, όπως μας απαντούν οι ειδικοί. Σύμφωνα με την κυρία Μπερδούση και την κυρία Δουρίδα, η «πηγή» μιας βίαιης συμπεριφοράς αρχικά μπορεί να πηγάζει από την οικογένεια. «Το παιδί μπορεί να ήταν μάρτυρας επεισοδίων βίας μέσα στο σπίτι του ή να είναι το ίδιο θύμα βίας. Σύμφωνα με έρευνες, το ιστορικό κακοποίησης ενός παιδιού μπορεί να αυξήσει κατά 50% την πιθανότητα να γίνει θύτης» μας εξηγεί η κυρία Δουρίδα. Ωστόσο, η αιτία κρύβεται και σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους. «Ένα κύριο χαρακτηριστικό των θυτών είναι η έλλειψη ενσυναίσθησης. Δεν μπορούν να καταλάβουν πως αυτό που κάνουν βλάπτει τον άλλο» σημειώνει η κυρία Μπερδούση. Η ανάγκη τους για κυριαρχία και επιβολή εξουσίας, η παρορμητικότητα, ο περιορισμένος αυτοέλεγχος, που συνεπάγεται και συχνή καταπάτηση των κανόνων και των ορίων είναι κάποια πρόσθετα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το προφίλ του.
Από την άλλη, τα παιδιά που γίνονται αποδέκτες τέτοιας συμπεριφοράς συνήθως έχουν ελάχιστους φίλους, νιώθουν μοναξιά και η αυτοεκτίμησή τους βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αποτελούν δηλαδή το «κατάλληλο» «εξιλαστήριο» θύμα, για να επιβάλει την κυριαρχία του πάνω του ο θύτης.
Το αξιοσημείωτο είναι πως οι συνέπειες του σχολικού εκφοβισμού μπορεί να ακολουθήσουν τα παιδιά και στην ενήλικη ζωή τους. Σύμφωνα με την κυρία Αρφάνη, τα θύματα αντιμετωπίζουν ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες στη σύναψη διαπροσωπικών σχέσεων, τόσο στο παρόν, όσο και στο μέλλον, ενώ οι θύτες μπορεί ως ενήλικες είναι πιο επιρρεπείς σε καταχρήσεις (όπως αλκοόλ και ναρκωτικά). «Μην ξεχνάμε, όμως, ότι ο εκφοβισμός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που εκτός από τα άμεσα εμπλεκόμενα άτομα, πλήττει και τα παιδιά -παρατηρητές, επηρεάζει την τάξη, ολόκληρη τη σχολική μονάδα, αλλά και την οικογένεια» τονίζει η κοινωνική λειτουργός.
Πού οφείλεται όμως η έξαρση του φαινομένου το τελευταίο διάστημα; Η κυρία Δουρίδα και η κυρία Αρφάνη συμφωνούν πως η δυσμενής οικονομική κατάσταση, η πανδημία και ο εγκλεισμός που έχουν απομακρύνει τα παιδιά από την «κανονικότητα», οδηγούν σε τέτοιες συμπεριφορές. «Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι η εκπαίδευση δεν είναι ξεκομμένη από την κοινωνία, αλλά αποτυπώνει και συντηρεί τους κυρίαρχους τρόπους και στάσεις ζωής» παρατηρεί η κυρία Αρφάνη.
Οι τρεις ειδικοί πιστεύουν ότι η σωστή και πλήρης ενημέρωση των καθηγητών, των γονιών, αλλά και των παιδιών σχετικά με την ορθή αναγνώριση και διαχείριση του ζητήματος μπορεί να συμβάλουν στην πρόληψη του φαινομένου. «Οι εκπαιδευτικοί να ευαισθητοποιήσουν τους μαθητές σε ζητήματα σεβασμού, διαφορετικότητας και συνεργασίας» προτείνει η κυρία Αρφάνη, με την κυρία Δουρίδα να συμπληρώνει πως «μέσω της σωστής ενημέρωσης τα παιδιά που παρατηρούν τέτοια περιστατικά, μπορούν να αντιληφθούν τη δύναμή τους να επέμβουν και να λύσουν τα ίδια το πρόβλημα». Το παραπάνω, προϋποθέτει την εχεμύθεια, την ανωνυμία και την ασφάλεια. Μάλιστα, το Υπουργείο Παιδείας σε πρόσφατο νομοσχέδιο που θα ψηφιζόταν από τη Βουλή την Τετάρτη 8 Μαρτίου, δημιουργεί ηλεκτρονική πλατφόρμα, στην οποία οι μαθητές θα μπορούν ανώνυμα να καταγγείλουν τέτοια περιστατικά. Επιπλέον, η κυρία Μπερδούση προτείνει ουσιαστική και αποτελεσματική εποπτεία στα διαλείμματα, ιδίως στους χώρους όπου είναι πιθανό να συμβούν τέτοια περιστατικά.
Κλείνοντας, τα «καμπανάκια» που μπορεί να αφυπνίσουν τους γονείς πως το παιδί τους ίσως είναι θύμα εκφοβισμού, είναι η άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο, η μείωση της σχολικής του απόδοσης, ατο υξημένο άγχος, το αίσθημα θλίψης και μοναξιάς, αλλά και σωματικά συμπτώματα, όπως πονοκέφαλος, πόνος στο στομάχι, αλλαγές στη διατροφή και δυσκολία στον ύπνο. «Η καλή σχέση και η άμεση επικοινωνία με το παιδί είναι αυτή που θα εξασφαλίσει στον γονέα τον γρηγορότερο εντοπισμό μιας προβληματικής κατάστασης» συμπεραίνει η κυρία Δουρίδα.
Αγγελική Γεωργοπούλου