
Από μικρή άκουγα πως την παραδοσιακή φορεσιά, την οποία θα μπορούσα σε μεγαλύτερη ηλικία να φορέσω στην παρέλαση, την είχε φτιάξει η μοδίστρα στο χωριό, η κυρία Βασιλική Ρούσσου. Αναζητώντας γυναίκες για τη σύνταξη αυτού του αφιερώματος, μου ήρθε στο μυαλό η γλυκιά φυσιογνωμία της και επικοινώνησα μαζί της.
Φανταστείτε όμως την έκπληξη μου, όταν της είπα πως θέλω να μιλήσουμε για το επάγγελμά της ως μοδίστρα και έλαβα την απάντηση πως η βασική της ενασχόληση ήταν οι αγροτικές δουλειές! Ας ξετυλίξουμε, όμως, το κουβάρι από την αρχή.
Η κυρία Βασιλική Ρούσσου γεννήθηκε το 1952 στην Αγία Βαρβάρα Αρκαδίας (Κάτω Κολλίνες). Στην ηλικία των 11 ετών χάνει τη μητέρα της, ενώ μόλις στα 16 της χρόνια παντρεύεται.
«Το βασικό μου επάγγελμα ήταν και είναι αγρότισσα. Τη μοδιστρική την έκανα στον λίγο χρόνο που μου περίσσευε» λέει χαρακτηριστικά. Μεταξύ των αγροτικών εργασιών όπως το μάζεμα των ελιών, τα αμπέλια και το πότισμα των περιβολιών, του νοικοκυριού και του μεγαλώματος του παιδιού της, προσπαθούσε πάντα να «ξεκλέβει» λίγο χρόνο. «Η μοδιστρική ήταν αυτό που πάντα μου άρεσε» συμπληρώνει.
Η πρώτη της επαφή με την τέχνη που αγαπά, γίνεται όταν τελειώνει το δημοτικό σχολείο. «Μια θεία μου, η οποία είχε έρθει από τις Σέρρες, μάθαινε στις κοπέλες του χωριού μοδιστρική και πήγα και εγώ για τρεις μήνες μόνο» θυμάται. Μικρό χρονικό διάστημα σε σύγκριση με τις άλλες κοπέλες του χωριού, οι οποίες παρακολουθούσαν τα μαθήματα για έναν ολόκληρο χρόνο. Η κυρία Βασιλική θυμάται με νοσταλγία πως αν και ήταν η μικρότερη σε ηλικία ανάμεσα στις άλλες κοπέλες, όλες την πρόσεχαν και την υπεραγαπούσαν.
«Ειδικά για τις παραδοσιακές φορεσιές που έφτιαχνα, ξεκίνησα με ένα παραδοσιακό φουστάνι που είχα από τη μάνα μου και από εκεί κοίταζα, ξήλωνα. Ειδικά για τα παραδοσιακά δεν διδάχτηκα από κανέναν. Για την πουκαμίσα (ανδρική παραδοσιακή φορεσιά) είδα μιας γειτόνισσάς, που είχε μια για τον πεθερό της. Ό,τι σχέδιο έβλεπα, το ξεσήκωνα» αφηγείται η κυρία Βασιλική.

Η παραπάνω διαδικασία δεν γινόταν με μεγάλη ευκολία, ούτε γρήγορα, απαιτούσε χρόνο, επιμονή και υπομονή. Η κυρία Βασιλική, όμως, ακόμα και τον λιγοστό χρόνο που είχε στη διάθεσή της, τον διέθετε στην αγαπημένη της ασχολία, με τον σύζυγό της να της λέει με τρυφερότητα να μην κουράζεται όλη την ώρα.
Για να φτιαχτεί μια παραδοσιακή φορεσιά, ο χρόνος που απαιτούνταν ήταν πολύς. Αρχικά, όποιος της παράγγελνε μια φορεσιά, της έφερνε το δικό του αλατζά (τόπι υφαντό ύφασμα, που το ύφαιναν στο χέρι στον αργαλειό) και αυτή με μαεστρία του έδινε το κατάλληλο σχήμα.
Το αξιοσημείωτο είναι πως μια παραδοσιακή της φορεσιά από τα χέρια της, φιλοξενείται στο Λαογραφικό Μουσείο Τεγέας. «Μια κυρία από το χωριό μας ήταν φίλη με μια κυρία από την περιοχή της Τεγέας και μου έστειλε το ύφασμα και την έφτιαξα» λέει.
Στην ερώτησή μου για τα χρήματα που της επέφερε αυτή η ενασχόληση, μου απάντησε πως «ένα χαρτζιλίκι το είχα». Παρά τα λίγα χρήματα, της έδινε μεγάλη ικανοποίηση. «Ό,τι έφτιαχνα και ό,τι έκανα, μετά ένιωθα μεγάλη ικανοποίηση». Το όμορφο αποτέλεσμα ήταν εκείνο, το οποίο τη χαροποιούσε και αντάμειβε τους κόπους της.
Τα περισσότερα καθημερινά ρούχα ή τις φορεσιές, τις έφτιαξε σε μια χειρός μηχανή, κειμήλιο από τη μητέρα της. «Με εκείνη είχα πολλά ρούχα ραμμένα. Σε αυτή όλα είναι πιο δύσκολα να τα κάνεις. Για παράδειγμα, τα κεντήματα με το ύφασμα, γιατί δουλεύει το ένα χέρι. Πρέπει να το τρυπώσεις πρώτα» εξηγεί, ενώ αργότερα πήρε και μια παραδοσιακή ραπτομηχανή Singer από δεύτερο χέρι. «Η χαρά μου ήταν μεγάλη και τα χρήματα για να την αγοράσω, τα μάζεψα σιγά σιγά» μας… εμπιστεύεται!
Όσον αφορά μια μόδα της εποχής που δεν μπόρεσε ποτέ να «αγκαλιάσει», αυτό ήταν το μίνι τη δεκαετία του ’70, το οποίο «δεν φόρεσα ποτέ» εκμυστηρεύεται.
Στο τέλος της συζήτησής μας, οι συμβουλές που δίνει στις νέες κοπέλες είναι να προσφέρουν αγάπη στον συνάνθρωπό τους, χωρίς να ζητούν κάποιο αντάλλαγμα.
«Να υπάρχει σεβασμός και αγάπη και όλα τα προβλήματα ξεπερνιούνται» συμβουλεύει η κυρία Βασιλική.
Αγγελική Γεωργοπούλου