- Γ. Σακελλαρίου – Ευάγγελος Μητράκος & … λίγο Μπρεχτ, λίγο Αραγκόν, για τη… συντρόφισσα!
ΦΙΛΕ ΔΗΜΗΤΡΗ (ΤΟ “ΦΙΛΕ” ΟΧΙ ΩΣ ΤΥΠΙΚΗ ΠΡΟΣΦΩΝΗ) ΕΙΜΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΥΓΚΙΝΗΜΕΝΟΣ (ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΘΑ ΕΛΕΓΑ) ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΟΥ ΕΔΩΣΕΣ ΣΤΗΝ “ΣΥΝΤΡΟΦΙΣΣΑ” ΤΟΥ ΚΚΕ.
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΞΕΠΕΡΝΑ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΤΑ ΝΕΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΓΟΝΙΜΑ ΚΑΙ ΝΑ ΡΙΧΝΟΥΝ ΤΑ “ΤΕΙΧΗ ΤΩΝ ΒΕΡΟΛΙΝΩΝ” ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΥΨΩΘΕΙ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ (ΩΣ ΠΕΡΙΧΑΡΑΚΩΣΗ ΣΤΑ ΜΑΝΤΡΙΑ) ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΜΠΟΔΙΖΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΕΝΑ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ (ΘΕΣ ΝΑ ΤΟ ΠΕΙΣ “ΛΑΪΚΟ”, ΠΕΣ ΤΟ) ΚΑΤΑ ΤΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΤΟΥ ΕΑΜ, ΠΟΥ ΘΑ ΒΑΛΕΙ ΣΤΟΧΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΑΟ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΕΤΥΧΕΙ.
ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΥΠΗΡΧΕ ΜΙΑ “ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ” ΓΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ. ΜΗΝ ΠΤΟΕΙΣΑΙ ΑΠΟ ΤΕΤΟΙΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ. ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΔΕΣ ΟΤΙ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΝ ΠΩΣ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΣΤΟΝ ΣΩΣΤΟ ΔΡΟΜΟ.
ΥΓ: Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΟΥ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΗΤΑΝ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ, ΓΙΑΤΙ ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ. ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ.
ΥΓ: ΓΙΑ ΤΟ Γ. ΔΗΜΑΚΟΓΙΑΝΝΗ ΕΧΩ ΚΙ ΕΓΩ ΤΑ ΙΔΙΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΜΕ ΣΕΝΑ ΑΝΤΙΛΗΨΗ.
ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΟΡΘΙΟΣ ΣΤΟ ΜΕΤΕΡΙΖΙ ΠΟΥ ΕΠΕΛΕΞΕΣ.
(Ευάγγελος Μητράκος 9.15 π.μ., χθες)
Καλημέρα, φίλε.
Σχετικά με την απάντησή σου στην κ. Πανούση…
Το δικαίωμα της έκφρασης, όπως καλύτερα από εμένα ξέρεις, περιλαμβάνεται στο άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο αναφέρει:
«Καθένας έχει το δικαίωμα στην ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης.
Ο καθένας έχει την ελευθερία να έχει άποψη χωρίς παρεμπόδιση και να αναζητά, να λαμβάνει και να μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες με κάθε μέσο, ανεξαρτήτως συνόρων».
Δημήτρη, η δουλειά που κάνεις στηρίζεται στην ελευθερία της έκφρασης, επομένως μην πτοείσαι, συνέχισε με το ίδιο πάθος και αυταπάρνηση.
(Ιωάννης Σακελλαρίου 11.05 π.μ. (13-9-2023)
Όπως και να είναι, δεν μπορώ να μην πω ότι δεν συγκινούμαι, όταν δύο άνθρωποι, στους οποίους δεν έχω φερθεί και τόσο καλά, σπεύδουν να με «υπερασπίσουν» στην «αντιδικία» μου με την κυρία Παναγιώτα Πανούση. Δεν θα πω στον οχετό της λάσπης που επιχείρησε να ρίξει επάνω μου.
Ο πρώτος επιστολογράφος, λοιπόν, είναι ο Γιάννης Σακελλαρίου, ο πρώην δήμαρχος Βυτίνας. Σε κρίσιμη για την εξέλιξη τού αυτοδιοικητικού του «πάθους» στιγμή του εκσφενδόνισα την πιο προσβλητική για την πολιτική του εκτίμηση φράση (σε προσωπικό επίπεδο και όχι δημόσια). Θα έπρεπε να είναι ο πρώτος δήμαρχος του Καλλικρατικού Δήμου Γορτυνίας. Καλόπιστος, εργατικός, τίμιος. Είναι, ίσως, ο πρώτος δήμαρχος που στην εδαφική έκταση της εξουσίας του, της Βυτίνας δηλαδή, φιλοξένησε κατασκηνώσεις, μέσα στο Μαίναλο, της Κομμουνιστικής Νεολαίας, της ΚΝΕ και καλά έκανε! Σε επόμενο φύλλο θα ασχοληθώ εκτενώς με τον Γιάννη…
Για τον Ευάγγελο Μητράκο, ο οποίος μου γράφει πάντα στα κεφαλαία, δάσκαλο στο επάγγελμα, από γονείς Γορτύνιους, που κατοικοεδρεύει στη Σπάρτη, χρειάζομαι ημέρες και μήνες μελέτης για να πω ποιος είναι. Δεν τον γνωρίζω από κοντά, αλλά όταν του απαντώ, νοιώθω πάντα ότι του απαντώ με «αυθάδεια».
Όσο για την κ. Παναγιώτα Πανούση, της επιφυλάσσω μία «επίθεση» φιλίας, που, όμως, θα είναι αληθινή. Άλλωστε, όπως ξέρει, οι κομμουνιστές δεν «φυγομαχούμε» ―την περίμενα τόσες ημέρες. Από την άλλη μεριά, ως «κρατικοδίαιτος» πρέπει να εργάζομαι· τόσα άπλυτα της Χρυσής Αυγής έχω να «πλύνω», μετά να τα στεγνώσω…, να τα σιδερώσω…, έχω τόση δουλειά!
Δημήτρης Χαρ. ΜητρόπουλοςΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΕΜΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥΣ*
«Δεν υπήρξα πάντοτε ο άνθρωπος που είμαι. Ολόκληρη τη ζωή μου μάθαινα για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω ξεχάσει τον άνθρωπο που υπήρξα, ή, για να μιλήσω ακριβέστερα, τους ανθρώπους που υπήρξα. Κι αν ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους και σε μένα υπάρχει αντίφαση, αν νομίζω πως αλλάζοντας έχω μάθει, έχω προοδεύσει, όταν γυρίζω και κοιτάζω εκείνους εκεί τους ανθρώπους, δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτούς, δεν μπορώ να πω ε γώ, χωρίς αυτούς.
Γνωρίζω ανθρώπους που γεννήθηκαν με την αλήθεια στην κούνια τους, που δεν ξεγελάστηκαν ποτέ τους, που δεν τους χρειάστηκε να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα σ’ ολόκληρη τη ζωή τους, επειδή από τότε που ήταν ακόμα στις φασκιές είχαν κιόλας φ τ ά σ ε ι. Ξέρουν ποιο είναι το καλό, πάντα το ήξεραν. Για τους άλλους έχουν τη αυστηρότητα και την περιφρόνηση που τους δίνει η θριαμβευτική τους σιγουριά πως έχουν δίκιο. Δεν τους μοιάζω. Εμένα η αλήθεια δε μου αποκαλύφθηκε στα βαφτίσια μου, δεν την βρήκα ούτε απ’ τον πατέρα μου ούτε απ’ την κοινωνική τάξη της οικογένειάς μου. Ό,τι έχω μάθει μου κόστισε ακριβά, ό,τι ξέρω το ’χω αποκτήσει με δικές μου δαπάνες. Δεν έχω ούτε και μίαν έστω βεβαιότητα που να μην την σχημάτισα μέσω της αμφιβολίας, του άγχους, του ιδρώτα, της οδυνηρής εμπειρίας. Έτσι, νιώθω σεβασμό γι’ αυτούς που δεν ξέρουν, γι’ αυτούς που ψάχνουν, που ψηλαφούν, που σκοντάφτουν. Για κείνους που η αλήθεια τούς είναι εύκολη, αυθόρμητη, αισθάνομαι βέβαια έναν κάποιον θαυμασμό, αλλά ομολογώ, πολύ λίγο ενδιαφέρον. Όταν λοιπόν πεθάνουν, ας γραφτεί πάνω στον τάφο τους:
Ε ί χ ε π ά ν τ α δ ί κ ι ο… αυτό τους αξίζει, τίποτα παραπάνω.
Υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν βιβλία σαν να είχαν πάντα δίκιο. Κατά διαφορετικό τρόπο αναμφισβήτητα: οι μεν π.χ. λες κι ο μεγαλοδύναμος θεός βρισκόταν σε πλήρη συμφωνία μαζί τους, οι δε σαν να τους είχε δοθεί η λογοτεχνική μεγαλοφυΐα από τη μοίρα, άλλοι τέλος σαν να ήξεραν στην εντέλεια τι είναι ο κομμουνισμός και να ήσαν αρμόδιοι να του καθορίσουν τις σημερινές και τις μελλοντικές του όψεις. Κι ακόμα, για τους συγγραφείς που δεν συμμερίζονται τις βεβαιότητές τους, νιώθουν μια περιφρόνηση, συγκαταβατική καμιά φορά, δεν τους διαβάζουν, το πολύ τους διατρέχουν βιαστικά, ξέρουν ό,τι πρέπει κανείς να σκέφτεται γι’ αυτά τα ζητήματα.
Δεν είμαι έτσι. Εγώ ενδιαφέρομαι για τους πολύτροπους δρόμους όλων των ανθρώπων, για τις όσο γίνεται λιγότερο μακάριες πορείες του στοχασμού προς το φως, κι ακάμα περισσότερο, είμαι πεισμένος πως τ ο δ ι κ ό μ ο υ φως θα έσβηνε αν το κατείχα μόνος εγώ. Χωρίς καθόλου να περηφανεύομαι που εγώ μπορώ να βλέπω ανάμεσα στους τυφλούς, θεωρώ πως η ικανότητα του να βλέπεις είναι κάτι ασήμαντο, όταν δεν την έχουν κι άλλοι.
Αυτός είναι ο λόγος που αφουγκράζομαι με αγωνία τις άγνωστες φωνές, που προσέχω με πάθος το κάθε τι που γίνεται στη λογοτεχνία, δηλαδή τη δουλειά μου. Είμαι σίγουρος πως κάθε άνθρωπος κατέχει, άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο βέβαια, ένα μέρος της αλήθειας, το οποίο μου διαφεύγει. Κάθε άνθρωπος βαδίζει προς την αλήθεια με το δικό του δρασκελισμό, κι αν διαπιστώσω στο βάδισμά του μιαν αδυναμία, θυμάμαι τα δικά μου στραβοπατήματα, που είναι αρκετά για να με κάνουν να πιστεύω πως είμαι ικανός και γι’ άλλα ακόμα…»
Ομιλία που έγινε στις 23 του Απρίλη 1959, στην αίθουσα της Mutualite. Τη βραδιά την είχε οργανώσει η Κομμουνιστική Νεολαία της Γαλλίας και προέδρευε ο Μορίς Τορέζ.
«Ναι, παίζω. Σ έναν κόσμο όπου όλα τα χαρτιά είναι σημαδεμένα, όπου βρίσκομαι στη μεριά εκείνων που πάντα χάνουν και πια μπούχτισαν να χάνουν. Το παιχνίδι μου είναι το δικό τους παιχνίδι. Παίζω για να τους δώσω όπλα. Διάλεξα, απ’ τα νεανικά μου χρόνια, το παιχνίδι της πένας. Το έπαιξα μ’ ένα σωρό τρόπους, έμαθα σιγά σιγά να χάνω. Τη ζωή μου, την ψυχή μου. Είχα καλά χαρτιά, που πάντα έχαναν. Κι ένιωθα μάλιστα κάποιαν ηδονή να τα βλέπω να τα παίρνει ο άνεμος.» (Απόσπασμα από τον Πρόλογο του Λουί Αραγκόν.)
Λουί Αραγκόν, Μ’ ανοιχτά χαρτιά, Εκδόσεις Θεμέλιο (1982)Μετάφραση: Τίτος Πατρίκιος
Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Η Λύση» (1953)(Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023, αρ. φύλλου 1424, από την έντυπη έκδοση του Π.Μ.)
Ύστερ’ απ’ την εξέγερση της 17 του Ιούνη,
ο γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών
έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις
που λέγανε πως ο λαός
έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης,
και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει
παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια. Δε θα’ ταν τότε
πιο απλό, η κυβέρνηση
να διαλύσει το λαό
και να εκλέξει έναν άλλον…;
(Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μάριος Πλωρίτης)