
- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΟΥΛΙΩΝΗ
Η γεωπολιτική πραγματικότητα της Ουκρανίας μετά τον πόλεμο διαμορφώνεται όχι μόνο στα πεδία των μαχών, αλλά και στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων. Ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, απαίτησε 500 δισ. δολάρια από την Ουκρανία για τη βοήθεια που προσέφεραν οι ΗΠΑ τα τελευταία τρία χρόνια. Προφανώς αυτή η μαξιμαλιστική απαίτηση δεν έγινε αποδεκτή από το Κίεβο και τελικά, όπως αναφέρουν οι Financial Times, η τελική συμφωνία προβλέπει τη δημιουργία ενός ταμείου, στο οποίο η Ουκρανία θα συνεισφέρει το 50% των εσόδων από τη «μελλοντική οικονομική εκμετάλλευση» των κρατικών ορυκτών πόρων, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Το ταμείο θα επενδύσει σε έργα στην Ουκρανία.
Προφανώς αυτή η μαξιμαλιστική απαίτηση δεν έγινε αποδεκτή από το Κίεβο και τελικά, όπως αναφέρουν οι Financial Times, η τελική συμφωνία προβλέπει τη δημιουργία ενός ταμείου, στο οποίο η Ουκρανία θα συνεισφέρει το 50% των εσόδων από τη «μελλοντική οικονομική εκμετάλλευση» των κρατικών ορυκτών πόρων, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Το ταμείο θα επενδύσει σε έργα στην Ουκρανία.
Η Ουκρανία, λοιπόν, από θύμα αντιμετωπίζεται πλέον ως θύτης. Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή η συμφωνία που αναμένεται να υπογραφεί την Παρασκευή στην Ουάσιγκτον, όπου θα μεταβεί ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Στην ιστορία όπως την ξέρουμε, στο τέλος ενός πολέμου η χώρα που τον προκάλεσε και ηττάται αναγκάζεται να πληρώσει αποζημιώσεις. Το γνωρίζουμε καλά και από την ελληνική ιστορία, από τον αποτυχημένο ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η Ελλάδα ηττήθηκε και υποχρεώθηκε να καταβάλει μια υπέρογκη αποζημίωση, ως πολεμική επανόρθωση. Αναγκάσθηκε να λάβει ένα ακόμη δάνειο προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάστακτο χρέος που της τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Αυτό είχε ως συνέπεια να εκχωρήσει πηγές των δημοσίων εσόδων στους πιστωτές της και να δημιουργηθούν έτσι τα περίφημα μονοπώλια στο τσιγαρόχαρτο, το αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, που θα διατηρηθούν μέχρι την είσοδο της χώρας μας στην ΕΟΚ το 1981.
Η Ουκρανία εκτός του ότι υπέστη τη ρωσική εισβολή, δεν έχασε τον πόλεμο ούτε όμως τον κέρδισε. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ήδη από την προεκλογική του καμπάνια, είχε δώσει το στίγμα ότι μια γρήγορη λύση στον πόλεμο της Ουκρανίας ήταν προτεραιότητα, ακόμα και αν αυτό σήμαινε δυσβάσταχτους όρους για το Κίεβο. Το θύμα δεν έχει δικαίωμα να διαπραγματευτεί την τύχη του. Από κοντά και ο Πούτιν, ο οποίος με δηλώσεις του σε ρωσικά ΜΜΕ στις 24/2 δήλωσε χαρακτηριστικά: «Είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με τους εταίρους μας, συμπεριλαμβανομένων των Αμερικανών» για την πρόσβαση στα αποθέματα ορυκτών σε περιοχές της Ουκρανίας που βρίσκονται υπό ρωσικό έλεγχο. Φθάσαμε, λοιπόν, στο σημείο οι Ρώσοι να αποκαλούν εταίρους τους Αμερικανούς, «O tempora O mores».
Θα μπορούσε, άραγε, μια αντίστοιχη λογική να εφαρμοστεί στην Ανατολική Μεσόγειο, με την Τουρκία να προτείνει συνεκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων της Κύπρου; Δεν είναι κρυφό πως η Άγκυρα έχει μακροχρόνιες βλέψεις για τα ενεργειακά αποθέματα του νησιού, στη βάση της λογικής ότι το κατεχόμενο από τις τουρκικές δυνάμεις βόρειο κομμάτι του νησιού έχει δικαίωμα σε ΑΟΖ. Είναι γνωστό, ότι ο Τούρκος πρόεδρος είναι προνομιακός συνομιλητής του Τραμπ και σίγουρα ο Αμερικανός πρόεδρος θα λάβει σοβαρά υπόψιν του την πρόταση αυτή. Ποια θα είναι η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης που βρίσκεται «στη σωστή πλευρά της ιστορίας» άραγε. Μήπως θα αναγκαστούμε να κάτσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία υπό δυσμενείς συνθήκες; Σημειωτέον η Ελλάδα υποστηρίζει τη λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, το πάλαι ποτέ Σχέδιο Ανάν που απέρριψε ο κυπριακός λαός. Η Τουρκία, όμως, πλέον μιλάει για δύο ανεξάρτητα κράτη στο νησί, δηλαδή για οριστική διχοτόμηση της Κύπρου. Αν ο Τραμπ, ακολουθώντας το δόγμα του «ό,τι δεν λύνεται, κόβεται», προτείνει μια λύση ταχείας διχοτόμησης, η Αθήνα και η Λευκωσία θα βρεθούν αντιμέτωπες με ένα δυσμενές τετελεσμένο.
Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν μπορούν να στέκουν αμέτοχες και να αγνοούν τις διεθνείς εξελίξεις, ούτε να επαναπαύονται στη σωστή πλευρά της ιστορίας αν αυτή δεν συνοδεύεται από στρατηγική και ρεαλισμό. Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι αν είμαστε προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο μιας αντίστοιχης διαπραγμάτευσης στο δικό μας γεωπολιτικό περιβάλλον. Και, κυρίως, αν έχουμε τους μηχανισμούς για να μην καταλήξουμε απλώς θεατές των εξελίξεων που άλλοι διαμορφώνουν για εμάς.