Αγκομαχώντας…*

«Σταμάτα το, μπάρμπα, για όνομα του Θεού! Σταμάτα το λίγο το έρμο! Βγήκανε τα σωθικά μας!

Από δίπλα άλλη στρίγγλικη φωνή:

― Τελείωσα! Μη από τις γούβες, σου λέω!…

Ξυπνάω από τη γωνιά που είχα κουρνιάσει και τι να ιδώ! Άνθρωποι λογής – λογής, Έλληνες, Εβραίοι, Τούρκοι, Βούλγαροι, Αρβανίτες, φωνάζανε και στριγγλίζανε καθένας στη γλώσσα του, ενώ πάνω απ’ τα κεφάλια μας διασταυρώνονται οι ρουκέτες. Βρώμα αβάσταχτη. Μονομιάς αρχίζω κι εγώ τους εμετούς.

Το καράβι, που στο λιμάνι έμοιαζε ίδιο μεγαθήριο, τώρα φαίνεται σαν άχυρο, που ο αέρας και τα κύματα της θάλασσας το κάνουν να παραδέρνει δώθε – κείθε και κάθε στιγμή νομίζεις πως θ’ αναποδογυριστεί. Σωστή κόλαση. Προσπάθησα να συγκρατηθώ κι έκλεισα τα μάτια μου, για να μη βλέπω. Άδικα όμως.

Όλα τα ’βανα με το μυαλό μου κι όλα μπόραγα να τα ταγιαντίσω: Πείνα, δίψα, ψείρες, μύριες άλλες κακουχίες. Μα γι’ αυτή τη φοβερή κόλαση της θάλασσας βρέθηκα ο δόλιος απροετοίμαστος. Τι μου ’ρθε να χαθώ άδικα, δίχως να με κυνηγάει κανείς; Πώς βρέθηκα καλακαθούμενα μέσα στου χάρου το στόμα;

Μ’ ας βάλω τα δυνατά μου. Πιστεύω πως ετούτα είναι τα τελευταία μου βάσανα. Μόνο μην τα κακαρώσω προτού φθάσω στο τέρμα. Υπομονή, λοιπόν, Γιωργίκο!

Τέσσερα μερόνυχτα βάσταξε το κακό. Ώσπου αράξαμε στο Αλγέρι.

Εκεί κάτσαμε τέσσερες – πέντε μέρες, μέχρι να διορθωθούν οι βλάβες του σαπιοκάραβου, και ξεκινήσαμε για τον Ατλαντικό.

Ως το Γιβραλτάρ περάσαμε καλούτσικα. Μόλις όμως περάσαμε στον ωκεανό, άρχισε ξανά ο σαματάς. Το καράβι, χορεύοντας και πηδώντας σαν μανιασμένο, έκανε τους ανθρώπους να μη μπορούνε να σταθούν στα πόδια τους και να κουντρίζουν ο ένας τον άλλο σαν νεροκολοκύθες. Την τρίτη – τέταρτη ημέρα δε βρισκότανε άνθρωπος όρθιος. Είχανε πέσει όλοι κάτω. Κιτρινιάρηδες και συφοριασμένοι, μοιάζανε σαν νιογδαρμένες παλιοπροβιές στο ταμπάκικο. Μόνο οι ψείρες, οι κοριοί και τα ποντίκια που κάθε μέρα πλήθαιναν, δε λογάριαζαν κανένα κίνδυνο και γυρίζανε εκεί μέσα ασύδοτα.

Οι άνθρωποι δεν είχαν ανάκαρο για τίποτα. Το ίδιο κι εγώ. Δεν τολμούσα ν’ ανοίξω τα μάτια μου. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό και συχαμερό.

Τώρα έχω χάσει το κουράγιο μου. Έχω πια ξεγράψει τον εαυτό μου, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να πνιγούμε μαζί με το βαπόρι ή να ξεψυχήσουμε από τη βρώμα και την ξελιγωμάρα. Σωτηρία δε βλέπω πουθενά. Προσπαθώ να συγκεντρώσω τις δυνάμεις μου, να σκεφτώ, να βρω λίγο κουράγιο. Αδύνατο. Βρίσκουμαι σε φριχτή κατάσταση. Από τον εμετό τώρα βγάζω ένα κίτρινο σαν χολή σάλιο, το μόνο που ’χει μείνει μέσα μου.

Το μαρτύριο αυτό βάσταξε δέκα μερόνυχτα, ώσπου έδωσε ο Θεός και ξημερώσαμε ένα πρωί σε μια θάλασσα γαληνεμένη. Μα το βράδυ το βαπόρι τα ’χε στηλώσει και δεν εννοούσε να το κουνήσει. Είχε χάσει στη θάλασσοταραχή τον έλικά του κι έτσι, χωρίς έλικα, παράδερνε δυο μερόνυχτα. Οι ναυτικοί δε μας λέγανε τίποτα, για να μην τρομάξουμε.

Κάποτε φαίνεται ένα ρυμουλκό, που μας τραβάει στις Αζόρες. Εκεί πια το ρίχνουμε για καλά. Πέρασε καμιά βδομάδα, ώσπου να φτιάσουμε καινούργιο έλικα. Σ’ αυτό το διάστημα σφάζανε κάπου – κάπου κανένα βόϊδι μέσ’ στο βαπόρι, το βράζανε και μας δίνανε λίγο ζουμί, κι έτσι συνήρθαμε λίγο. Ύστερα ξεκινάμε πάλι.

Τ’ είχες, Γιάννη; Τ’ είχα πάντα. Σαράντα μερόνυχτα κράτησε το καινούργιο θαλασσόδαρμα. Βρισκόμαστε όλοι με την ψυχή στα δόντια. Πιότεροι από δέκα νοματέοι τα τίναξαν και τους πέταξαν στη θάλασσα. Ώσπου ένα πρωί στο βάθος του ορίζοντα φαίνεται στεριά.

Ανείπωτη η χαρά του κοσμάκη. Πώς μας ήρθε σ’ όλους πάλι η ζωή; Πεταχτήκαμε για ν’ αγναντέψουμε, και τι να ιδούμε: Στο βάθος σαν μαγικό όραμα προβάλλουν τα πανύψηλα χτίρια της Νέας Υόρκης! Τι αλλόκοτο μεγαλείο! Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα φανταστεί τέτοιο θέαμα. Νομίζω πως ονειρεύουμαι. Δε θέλω να πιστέψω, πώς ύστερα από μια αφάνταστη κόλαση θ’ αντικρύζαμε ξαφνικά μιαν αυγή τον ίδιο τον παράδεισο. Τέτοια χαρά είχαν όλοι κι αυτή εκδηλωνότανε με φωνές και με τραγούδια σ’ όλες τις γλώσσες! Ήταν το ωραιότερο πανηγύρι που είδα ποτέ στη ζωή μου…».

  • «Αγκομαχώντας» (Αφήγημα), Γιώργος Τσάκαλος, Αθήνα (1952). [Εν είδει μνημοσύνου στους εκατοντάδες Αιγύπτιους, Σύρους, Παλαιστίνιους και Πακιστανούς αγνοουμένους που ταξίδευαν ―με προορισμό την Ιταλία― με το μοιραίο αλιευτικό σκάφος που βυθίστηκε στ’ ανοιχτά της Πύλου τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης, 14.6.2023]

Σχετικές δημοσιεύσεις