- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΟΥΛΙΩΝΗ
Ο Νέλσον Μαντέλα ενέπνευσε τους υπέρμαχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο τον κόσμο, αγωνιζόμενος ενάντια στο ρατσισιστικό καθεστώς του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Ο Μαντίμπα, ο πατέρας του Έθνους όπως τον αποκαλούσαν, υπήρξε ένας από τους πιο σεβαστούς πολιτικούς σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το «καθεστώς των λευκών» τον φυλάκισε για 27 χρόνια λόγω της συμμετοχής του στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC), που έδινε έναν τιτάνιο αγώνα εναντίον του Απαρτχάιντ. Αποφυλακίζεται στις 11 Φεβρουαρίου 1990 και στις 2 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς εκλέγεται πανηγυρικά αντιπρόεδρος του ANC, με την τότε κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής να αναγνωρίζει επίσημα το Αφρικανικό Κογκρέσο. Ο τότε πρόεδρος Φρεντερίκ Ντε Κλερκ, έδωσε χάρη σε όλα τα μέλη του Κογκρέσου και ανέστειλε τις εκτελέσεις. Η απελευθέρωσή του ήταν η αρχή για το ξήλωμα του Απαρτχάιντ και ανάγκασε το Νοτιοαφρικανικό κράτος να πάρει μέτρα ώστε να καταργήσει τις μέχρι τότε θεσμοθετημένες φυλετικές διακρίσεις. Το 1993 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης που το μοιράστηκε με τον Φρεντερίκ Ντε Κλερκ.
Στις 9 Μαΐου 1994, για πρώτη φορά στην ιστορία της Νοτίου Αφρικής, οι πολίτες από όλες τις φυλετικές και εθνοτικές ομάδες ψήφισαν σε δημοκρατικές εκλογές. Ο Νέλσον Μαντέλα εξελέγη πρόεδρος με συντριπτική πλειοψηφία, ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής. Χωρίς κανένα ρεβανσισμό προς τους λευκούς, με διάθεση συναίνεσης και ομοψυχίας ζήτησε από όλους τους Νοτιοαφρικανούς να χτίσουν μια νέα διεθνή εικόνα για τη χώρα τους. Η πρώτη επιτυχία του Μαντέλα ήταν να πείσει τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες να παραμείνουν στη χώρα και να συνεχίσουν τις επενδύσεις τους. Ύστερα έδωσε μεγάλο βάρος στην αντιμετώπιση των αστέγων που συνωστίζονταν σε μεγάλες παραγκουπόλεις. Παθογένειες δεκαετιών όμως δεν προσφέρονταν για ολιστικές λύσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση ο Μαντέλα κατάφερε, εν μέρει έστω, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των αστέγων.
Το 1999 ολοκλήρωσε την προεδρική του θητεία, αποχωρεί από την πολιτική ζωή της χώρας και ασχολείται ενεργά με τις εργασίες του Ιδρύματος Μαντέλα που είχε ιδρύσει ο ίδιος. Σε ηλικία ογδόντα εννέα ετών ιδρύει τους Πρεσβύτερους, μια ομάδα αποτελούμενη από ηγέτες παγκοσμίου βεληνεκούς, οι οποίοι με την επιρροή τους προσπαθούν να υποστηρίξουν την εγκαθίδρυση της ειρήνης και να προωθήσουν τα κοινά συμφέροντα της ανθρωπότητας.
Τον Ιούνιο του 2004, η υγεία του Μαντέλα έχει κλονιστεί και ανακοινώνει ότι αποσύρεται από τη δημόσια ζωή. «Μη μου τηλεφωνείτε, θα σας τηλεφωνήσω εγώ» είπε χαρακτηριστικά, απέχοντας ακόμη και από τιμητικές εκδηλώσεις προς τιμήν του. Ένας πολιτικός, όμως, του βεληνεκούς του Μαντέλα, δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος για μεγάλο διάστημα. Το οικονομικό πρόβλημα της Αφρικής δεν τον άφησε ασυγκίνητο και έτσι το 2005 συνομίλησε με τον τότε Αμερικανό πρόεδρο, Τζορτζ Μπους, ζητώντας του να συνδράμει οικονομικά στην ταλαιπωρημένη ήπειρο. Στο πλαίσιο των παρεμβάσεών του, το 2007, ζήτησε δημόσια από τον πρόεδρο της Ζιμπάμπουε, Ρόμπερτ Μουγκάμπε, να παραιτηθεί, μετά από τη μαζική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα.
Στις 5 Δεκεμβρίου 2013, σε ηλικία 95 ετών, ο Μαντέλα πέθανε στο σπίτι του, έχοντας την οικογένειά του στο πλευρό του. Είχε συγχωρήσει τους πάντες, τους βασανιστές του, τους απηνείς διώκτες της φυλής του και επαναλάμβανε στη ζωή του πολλές φορές ότι από μία βρύση δεν μπορεί να ξεδιψάσει ο κόσμος όλος, μπορούν όμως οι περαστικοί και οι διπλανοί μας. «Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε όλοι μας είναι το μέγιστο για να γίνει ο κόσμος μας πιο όμορφος και πιο ανθρώπινος, με λιγότερο ανθρώπινο πόνο και με πολλές ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον για όλους μας» έλεγε ο Μαντέλα και αυτή είναι η παρακαταθήκη του.